 | ŽalmyBiblia - Sväté písmo(GRM - Grécky - Moderný) | Ž 18, 1-50 |
1 Ž 18, 1 <<Εις τον πρωτον μουσικον. Ψαλμος του Δαβιδ δουλου του Κυριου, οστις ελαλησε προς τον Κυριον τους λογους της ωδης ταυτης, καθ' ην ημεραν ηλευθερωσεν αυτον ο Κυριος εκ της χειρος παντων των εχθρων αυτου και εκ της χειρος του Σαουλ· και ειπε,>> Θελω σε αγαπα, Κυριε, η ισχυς μου. 2 Ž 18, 2 Ο Κυριος ειναι πετρα μου και φρουριον μου και ελευθερωτης μου· Θεος μου, βραχος μου· επ' αυτον θελω ελπιζει· η ασπις μου και το κερας της σωτηριας μου· υψηλος πυργος μου. 3 Ž 18, 3 Θελω επικαλεσθη τον αξιυμνητον Κυριον, και εκ των εχθρων μου θελω σωθη. 4 Ž 18, 4 Πονοι θανατου με περιεκυκλωσαν, και χειμαρροι ανομιας με κατετρομαξαν· 5 Ž 18, 5 Πονοι του αδου με περιεκυκλωσαν, παγιδες θανατου με εφθασαν. 6 Ž 18, 6 Εν τη στενοχωρια μου επεκαλεσθην τον Κυριον, και προς τον Θεον μου εβοησα. Ηκουσεν εκ του ναου αυτου της φωνης μου, και η κραυγη μου ηλθεν ενωπιον αυτου εις τα ωτα αυτου. 7 Ž 18, 7 Τοτε εσαλευθη και εντρομος εγεινεν η γη, και τα θεμελια των ορεων εταραχθησαν και εσαλευθησαν, διοτι ωργισθη. 8 Ž 18, 8 Καπνος ανεβαινεν εκ των μυκτηρων αυτου, και πυρ κατατρωγον εκ του στοματος αυτου· ανθρακες ανηφθησαν απ' αυτου. 9 Ž 18, 9 Και εκλινε τους ουρανους και κατεβη, και γνοφος υπο τους ποδας αυτου. 10 Ž 18, 10 Και επεβη επι χερουβειμ και επετασθη· και επεταξεν επι πτερυγων ανεμων. 11 Ž 18, 11 Εθεσε το σκοτος αποκρυφον τοπον αυτου· η σκηνη αυτου, περιξ αυτου ησαν υδατα σκοτεινα, νεφη πυκνα των αερων. 12 Ž 18, 12 Εκ της λαμψεως της εμπροσθεν αυτου διηλθον τα νεφη αυτου, χαλαζα και ανθρακες πυρος. 13 Ž 18, 13 Και εβροντησεν εν ουρανοις ο Κυριος, και ο Υψιστος εδωκε την φωνην αυτου· χαλαζα και ανθρακες πυρος. 14 Ž 18, 14 Και απεστειλε τα βελη αυτου και εσκορπισεν αυτους· και αστραπας επληθυνε και συνεταραξεν αυτους. 15 Ž 18, 15 Και εφανησαν τα βαθη των υδατων και ανεκαλυφθησαν τα θεμελια της οικουμενης, απο της επιτιμησεως σου, Κυριε, απο του φυσηματος της πνοης των μυκτηρων σου. 16 Ž 18, 16 Εξαπεστειλεν εξ υψους· ελαβε με· ειλκυσε με εξ υδατων πολλων. 17 Ž 18, 17 Ηλευθερωσε με εκ του δυνατου εχθρου μου, και εκ των μισουντων με, διοτι ησαν δυνατωτεροι μου. 18 Ž 18, 18 Προεφθασαν με εν τη ημερα της θλιψεως μου· αλλ' ο Κυριος εσταθη το αντιστηριγμα μου· 19 Ž 18, 19 και εξηγαγε με εις ευρυχωριαν· ηλευθερωσε με διοτι ηυδοκησεν εις εμε. 20 Ž 18, 20 Αντημειψε με ο Κυριος κατα την δικαιοσυνην μου· κατα την καθαροτητα των χειρων μου ανταπεδωκεν εις εμε. 21 Ž 18, 21 Διοτι εφυλαξα τας οδους του Κυριου, και δεν ησεβησα εκκλινας απο του Θεου μου. 22 Ž 18, 22 Διοτι πασαι αι κρισεις αυτου ησαν εμπροσθεν μου, και τα διαταγματα αυτου δεν απεμακρυνα απ' εμου· 23 Ž 18, 23 και εσταθην αμεμπτος προς αυτον, και εφυλαχθην απο της ανομιας μου. 24 Ž 18, 24 Και ανταπεδωκεν εις εμε ο Κυριος κατα την δικαιοσυνην μου, κατα την καθαροτητα των χειρων μου εμπροσθεν των οφθαλμων αυτου. 25 Ž 18, 25 Μετα οσιου οσιος θελεις εισθαι· μετα ανδρος τελειου τελειος θελεις εισθαι· 26 Ž 18, 26 μετα καθαρου, καθαρος θελεις εισθαι· και μετα διεστραμμενου διεστραμμενως θελεις φερθη. 27 Ž 18, 27 Διοτι συ θελεις σωσει λαον τεθλιμμενον· οφθαλμους δε υπερηφανων θελεις ταπεινωσει. 28 Ž 18, 28 Διοτι συ θελεις φωτισει τον λυχνον μου· Κυριος ο Θεος μου θελει φωτισει το σκοτος μου. 29 Ž 18, 29 Διοτι δια σου θελω διασπασει στρατευμα, και δια του Θεου μου θελω υπερπηδησει τειχος. 30 Ž 18, 30 Του Θεου, η οδος αυτου ειναι αμωμος· ο λογος του Κυριου ειναι δεδοκιμασμενος· ειναι ασπις παντων των ελπιζοντων επ' αυτον. 31 Ž 18, 31 Διοτι τις Θεος πλην του Κυριου; και τις φρουριον πλην του Θεου ημων; 32 Ž 18, 32 Ο Θεος ειναι ο περιζωννυων με δυναμιν, και καθιστων αμωμον την οδον μου. 33 Ž 18, 33 Καμνει τους ποδας μου ως των ελαφων και με στηνει επι τους υψηλους τοπους μου. 34 Ž 18, 34 Διδασκει τας χειρας μου εις πολεμον, και εκαμε τοξον χαλκουν τους βραχιονας μου. 35 Ž 18, 35 Και εδωκας εις εμε την ασπιδα της σωτηριας σου· και η δεξια σου με υπεστηριξε και η αγαθοτης σου με εμεγαλυνεν. 36 Ž 18, 36 Επλατυνας τα βηματα μου υποκατω μου, και οι ποδες μου δεν εκλονισθησαν. 37 Ž 18, 37 Κατεδιωξα τους εχθρους μου και εφθασα αυτους· και δεν επεστρεψα εωσου συνετελεσα αυτους. 38 Ž 18, 38 Συνετριψα αυτους και δεν ηδυνηθησαν να ανεγερθωσιν· επεσον υπο τους ποδας μου. 39 Ž 18, 39 Και περιεζωσας με δυναμιν εις πολεμον· συνεκαμψας υποκατω μου τους επανισταμενους επ' εμε. 40 Ž 18, 40 Και εκαμες τους εχθρους μου να τρεψωσιν εις εμε τα νωτα, και εξωλοθρευσα τους μισουντας με. 41 Ž 18, 41 Εβοησαν, και ουδεις ο σωζων· προς τον Κυριον, και δεν εισηκουσεν αυτων. 42 Ž 18, 42 Και κατελεπτυνα αυτους ως κονιν κατα προσωπον ανεμου· απετιναξα αυτους ως τον πηλον των οδων. 43 Ž 18, 43 Ηλευθερωσας με εκ των αντιλογιων του λαου· κατεστησας με κεφαλην εθνων· λαος, τον οποιον δεν εγνωρισα, εδουλευσεν εις εμε. 44 Ž 18, 44 Μολις ηκουσαν, και υπηκουσαν εις εμε· ξενοι υπεταχθησαν εις εμε. 45 Ž 18, 45 Ξενοι παρελυθησαν και κατετρομαξαν εκ των αποκρυφων τοπων αυτων. 46 Ž 18, 46 Ζη Κυριος, και ευλογημενον το φρουριον μου· και ας υψωθη ο Θεος της σωτηριας μου· 47 Ž 18, 47 ο Θεος ο εκδικων με και υποτασσων λαους υποκατω μου· 48 Ž 18, 48 οστις με ελευθερονει εκ των εχθρων μου. Ναι, με υψονεις υπερανω των επανισταμενων επ' εμε· ηλευθερωσας με απο ανδρος αδικου. 49 Ž 18, 49 Δια τουτο θελω σε υμνει, Κυριε, μεταξυ των εθνων, και εις το ονομα σου θελω ψαλλει. 50 Ž 18, 50 Αυτος μεγαλυνει τας σωτηριας του βασιλεως αυτου, και καμνει ελεος εις τον κεχρισμενον αυτου, εις τον Δαβιδ και εις το σπερμα αυτου εως αιωνος.
 | | Ž 18, 1-50 |
Z 18 - V úvodnej poznámke je zaznačený čas, keď prvý raz zaznel tento žalm. Dávid je na vrchole svojej slávy. Je to retrospektívne opísanie vlastného života, v ktorom žalmistu viedol Boh osobitnou priazňou a ochranou.
Z 18,7 - "Zo svojho chrámu počul môj hlas", žalmistovo volanie došlo do nebeského príbytku a Pán dožičil sluchu úpenlivej prosbe hynúceho.
Z 18,9 - Žalmista obrazne naznačuje veľkosť Božieho hnevu.
Z 18,11 - "Zasadol na cheruba a vzlietol". Cherubi ozdobovali vrch archy, nad ktorým mal sídlo Najvyšší. Cherubi sú najprednejšie Božie stvorenia, ktoré Boh používa vo svojich službách. Kde je reč o cheruboch, tam je reč aj o Božej prítomnosti. Oni sú strážcami Božieho trónu (Ex 25,18; 2 Sam 6,2; Ez 1,4; Hebr 9,5 atď.).
Z 18,16 - "Základy zeme sa odkryli". Podľa starovekého názoru zem nebola guľatá, lež na spôsob dosky sa opierala o mohutné stĺpy, čo boli opäť zasadené v hlbočinách spodných vôd.
Z 18,51 - "Dávidovi a jeho potomstvu až naveky". Tieto posledné slová, ktoré sa dotýkajú Božieho sľubu Dávidovi (2 Sam 7,12-16), vedú nás až k Ježišovi Kristovi, ktorý je podľa tela Dávidovým potomkom, je univerzálnym Kráľom a jeho kráľovstvu nebude konca. A takto sa Dávidovo poďakovanie končí aj poklonou budúcemu Kráľovi; Dávid je len jeho predobrazom, tieňom. - Preto môžeme celý žalm typicky vykladať o Mesiášovi. V prvotnom slova zmysle zneje o Dávidovi, a len v prenesenom zmysle o Mesiášovi okrem posledného verša, v ktorom je priama reč o "Dávidovom potomstve".