| Kniha JóbBiblia - Sväté písmo(GRM - Grécky - Moderný) | Jób 9, 1-35 |
1 Jób 9, 1 Και απεκριθη ο Ιωβ και ειπεν· 2 Jób 9, 2 Αληθως εξευρω οτι ουτως εχει· αλλα πως ο ανθρωπος θελει δικαιωθη ενωπιον του Θεου; 3 Jób 9, 3 Εαν θεληση να διαδικασθη μετ' αυτου δεν δυναται να αποκριθη προς αυτον εν εκ χιλιων. 4 Jób 9, 4 Ειναι σοφος την καρδιαν και κραταιος την δυναμιν· τις εσκληρυνθη εναντιον αυτου και ευτυχησεν; 5 Jób 9, 5 Αυτος μετακινει τα ορη, και δεν γνωριζουσι τις εστρεψεν αυτα εν τη οργη αυτου. 6 Jób 9, 6 Αυτος σειει την γην απο του τοπου αυτης, και οι στυλοι αυτης σαλευονται. 7 Jób 9, 7 Αυτος προσταζει τον ηλιον, και δεν ανατελλει· και κρυπτει υπο σφραγιδα τα αστρα. 8 Jób 9, 8 Αυτος μονος εκτεινει τους ουρανους και πατει επι τα υψη της θαλασσης. 9 Jób 9, 9 Αυτος καμνει τον Αρκτουρον, τον Ωριωνα και την Πλειαδα και τα ταμεια του νοτου. 10 Jób 9, 10 Αυτος καμνει μεγαλεια ανεξιχνιαστα και θαυμασια αναριθμητα. 11 Jób 9, 11 Ιδου, διαβαινει πλησιον μου, και δεν βλεπω αυτον· διερχεται, και δεν εννοω αυτον. 12 Jób 9, 12 Ιδου, αφαιρει· τις θελει εμποδισει αυτον; τις θελει ειπει προς αυτον, Τι καμνεις; 13 Jób 9, 13 Εαν ο Θεος δεν συρη την οργην αυτου, οι επηρμενοι βοηθοι καταβαλλονται υποκατω αυτου. 14 Jób 9, 14 Ποσον ολιγωτερον εγω ηθελον αποκριθη προς αυτον, εκλεγων τους προς αυτον λογους μου; 15 Jób 9, 15 προς τον οποιον, και αν ημην δικαιος, δεν ηθελον αποκριθη, αλλ' ηθελον ζητησει ελεος παρα του Κριτου μου. 16 Jób 9, 16 Εαν κραξω, και μοι αποκριθη, δεν ηθελον πιστευσει οτι εισηκουσε της φωνης μου. 17 Jób 9, 17 Διοτι με κατασυντριβει με ανεμοστροβιλον και πληθυνει τας πληγας μου αναιτιως. 18 Jób 9, 18 Δεν με αφινει να αναπνευσω, αλλα με χορταζει απο πικριας. 19 Jób 9, 19 Εαν προκηται περι δυναμεως, ιδου, ειναι δυνατος· και εαν περι κρισεως, τις θελει μαρτυρησει υπερ εμου; 20 Jób 9, 20 Εαν ηθελον να δικαιωσω εμαυτον, το στομα μου ηθελε με καταδικασει· εαν ηθελον ειπει, ειμαι αμεμπτος, ηθελε με αποδειξει διεφθαρμενον. 21 Jób 9, 21 Και αν ημην αμεμπτος, δεν ηθελον φροντισει περι εμαυτου· ηθελον καταφρονησει την ζωην μου. 22 Jób 9, 22 Εν τουτο ειναι, δια τουτο ειπα, αυτος αφανιζει τον αμεμπτον και τον ασεβη. 23 Jób 9, 23 Και αν η μαστιξ αυτου θανατονη ευθυς, γελα ομως εις την δοκιμασιαν των αθωων. 24 Jób 9, 24 Η γη παρεδοθη εις τας χειρας του ασεβους· αυτος σκεπαζει τα προσωπα των κριτων αυτης· αν ουχι αυτος, που και τις ειναι; 25 Jób 9, 25 Αι δε ημεραι μου ειναι ταχυδρομου ταχυτεραι· φευγουσι και δεν βλεπουσι καλον. 26 Jób 9, 26 Παρηλθον ως πλοια σπευδοντα· ως αετος πετωμενος επι το θηραμα. 27 Jób 9, 27 Εαν ειπω, Θελω λησμονησει το παραπονον μου, θελω παραιτησει το πενθος μου και παρηγορηθη· 28 Jób 9, 28 τρομαζω δια πασας τας θλιψεις μου, γνωριζων οτι δεν θελεις με αθωωσει. 29 Jób 9, 29 Ειμαι ασεβης· δια τι λοιπον να κοπιαζω εις ματην; 30 Jób 9, 30 Εαν λουσθω εν υδατι χιονος και επιμελως αποκαθαρισω τας χειρας μου· 31 Jób 9, 31 συ ομως θελεις με βυθισει εις τον βορβορον, ωστε και αυτα μου τα ιματια θελουσι με βδελυττεσθαι. 32 Jób 9, 32 Διοτι δεν ειναι ανθρωπος ως εγω, δια να αποκριθω προς αυτον, και να ελθωμεν εις κρισιν ομου. 33 Jób 9, 33 Δεν υπαρχει μεσιτης μεταξυ ημων, δια να βαλη την χειρα αυτου επ' αμφοτερους ημας. 34 Jób 9, 34 Ας απομακρυνη απ' εμου την ραβδον αυτου, και ο φοβος αυτου ας μη με εκπληττη· 35 Jób 9, 35 τοτε θελω λαλησει και δεν θελω φοβηθη αυτον· διοτι ουτω δεν ειμαι εν εμαυτω.
| | Jób 9, 1-35 |
Verš 32
Διοτι δεν ειναι ανθρωπος ως εγω, δια να αποκριθω προς αυτον, και να ελθωμεν εις κρισιν ομου.
Kaz 6:10 - Ο, τι εγεινεν, ελαβεν ηδη το ονομα αυτου, και εγνωρισθη οτι ουτος ειναι ανθρωπος· και δεν δυναται να κριθη μετα του ισχυροτερου αυτου·
Jer 49:19 - Ιδου, θελει αναβη ως λεων απο του φρυαγματος του Ιορδανου εναντιον της κατοικιας του δυνατου· αλλ' εγω ταχεως θελω εκδιωξει τουτον απ' αυτης· και οστις ειναι ο εκλεκτος μου, τουτον θελω καταστησει επ' αυτην· διοτι τις ομοιος μου; και τις θελει αντισταθη εις εμε; και τις ο ποιμην εκεινος, οστις θελει σταθη κατα προσωπον μου;
Verš 2
Αληθως εξευρω οτι ουτως εχει· αλλα πως ο ανθρωπος θελει δικαιωθη ενωπιον του Θεου;
Ž 143:2 - Και μη εισελθης εις κρισιν μετα του δουλου σου· διοτι δεν θελει δικαιωθη ενωπιον σου ουδεις ανθρωπος ζων.
Verš 8
Αυτος μονος εκτεινει τους ουρανους και πατει επι τα υψη της θαλασσης.
Gn 1:6 - Και ειπεν ο Θεος, Γενηθητω στερεωμα αναμεσον των υδατων, και ας διαχωριζη υδατα απο υδατων.
Verš 10
Αυτος καμνει μεγαλεια ανεξιχνιαστα και θαυμασια αναριθμητα.
Jób 5:9 - οστις καμνει μεγαλεια ανεξιχνιαστα, θαυμασια αναριθμητα·
Ž 72:18 - Ευλογητος Κυριος ο Θεος, ο Θεος του Ισραηλ, οστις μονος καμνει θαυμασια·
Ž 77:14 - Συ εισαι ο Θεος ο ποιων θαυμασια· εφανερωσας μεταξυ των λαων την δυναμιν σου.
Ž 86:10 - διοτι μεγας εισαι και καμνεις θαυμασια· συ εισαι Θεος μονος.
Rim 11:33 - Ω βαθος πλουτου και σοφιας και γνωσεως Θεου. Ποσον ανεξερευνητοι ειναι αι κρισεις αυτου και ανεξιχνιαστοι αι οδοι αυτου.
Verš 34
Ας απομακρυνη απ' εμου την ραβδον αυτου, και ο φοβος αυτου ας μη με εκπληττη·
Jób 13:20 - Μονον δυο μη καμης εις εμε· τοτε δεν θελω κρυφθη απο του προσωπου σου·
Jób 33:7 - Ιδου, ο τρομος μου δεν θελει σε ταραξει, ουδε η χειρ μου θελει εισθαι βαρεια επι σε.
Verš 22
Εν τουτο ειναι, δια τουτο ειπα, αυτος αφανιζει τον αμεμπτον και τον ασεβη.
Kaz 9:2 - Παντα συμβαινουσιν επισης εις παντας· εν συναντημα ειναι εις τον δικαιον και εις τον ασεβη, εις τον αγαθον και εις τον καθαρον και εις τον ακαθαρτον, και εις τον θυσιαζοντα και εις τον μη θυσιαζοντα· ως ο αγαθος, ουτω και ο αμαρτωλος· ο ομνυων ως ο φοβουμενος τον ορκον.
Mal 3:14 - Σεις ειπετε, Ματαιον ειναι να δουλευη τις τον Θεον· και, Τις η ωφελεια οτι εφυλαξαμεν τα διαταγματα αυτου και οτι περιεπατησαμεν πενθουντες ενωπιον του Κυριου των δυναμεων;
Verš 25
Αι δε ημεραι μου ειναι ταχυδρομου ταχυτεραι· φευγουσι και δεν βλεπουσι καλον.
Jób 7:6 - Αι ημεραι μου ειναι ταχυτεραι της κερκιδος του υφαντου, και χανονται ανευ ελπιδος.
Verš 30
Εαν λουσθω εν υδατι χιονος και επιμελως αποκαθαρισω τας χειρας μου·
Jer 2:22 - Δια τουτο και εαν πλυθης με νιτρον και πληθυνης εις σεαυτον το σμηγμα, η ανομια σου μενει σεσημειωμενη ενωπιον μου, λεγει Κυριος ο Θεος.
Job 9,5-7 - Ohromná moc Božia javí sa v zosúvaní horstiev (verš 5), zemetrasení (verš 6) a v zatmeniach slnka (verš 7).
Job 9,8 - Tvorivá moc Božia nepozná obmedzenie a hranice. Rovnako stvoril Boh oblohu a hlboké more. – "Prechádzať sa" znamená niečo do svojej moci prevziať, nad niečím neobmedzene vládnuť.
Job 9,13 - "Potvora" a "voje Potvory" (v pôvodine Rachab a voje Rachaby) sú zasa bájoslovné antické predstavy o mori so všetkými jeho domnelými obludami (pravekými zvermi), ktorými bolo preplnené. Svätopisec užíva tieto všeobecne známe ľudové predstavy, aby tak poukázal na nepremožiteľnú moc Božiu, s ktorou vládne nad bytosťami, ktorých predstava budila v mysliach ľudí úžas.
Job 9,19-20 - Božia moc a prevaha je taká veľká v očiach Jóbových, že sám prichádza k poznaniu svojej bezmocnosti, keď sa chce porovnať s Bohom.
Job 9,22-24 - Na tvrdenie Bildadovo, že Boh je krajne spravodlivý, ktorý len hriešnikov tresce, Jób odpovedá záporne a tvrdí, že Boh bez ohľadu na čnosť a hriešnosť zaobchádza s ľuďmi úplne podľa ľubovôle.
Job 9,33 - "Ruku vložiť na niekoho" znamená nad niekým získať moc a vládu.