Verš 32
ου γαρ ει ανθρωπος κατ' εμε ω αντικρινουμαι ινα ελθωμεν ομοθυμαδον εις κρισιν
Kaz 6:10 - ει τι εγενετο ηδη κεκληται ονομα αυτου και εγνωσθη ο εστιν ανθρωπος και ου δυνησεται του κριθηναι μετα του ισχυρου υπερ αυτον
Jer 49:19 - α ελαλησεν κυριος εφ' υμας τους καταλοιπους ιουδα μη εισελθητε εις αιγυπτον και νυν γνοντες γνωσεσθε
Verš 2
επ' αληθειας οιδα οτι ουτως εστιν πως γαρ εσται δικαιος βροτος παρα κυριω
Ž 143:2 - ελεος μου και καταφυγη μου αντιλημπτωρ μου και ρυστης μου υπερασπιστης μου και επ' αυτω ηλπισα ο υποτασσων τον λαον μου υπ' εμε
Verš 8
ο τανυσας τον ουρανον μονος και περιπατων ως επ' εδαφους επι θαλασσης
Gn 1:6 - και ειπεν ο θεος γενηθητω στερεωμα εν μεσω του υδατος και εστω διαχωριζον ανα μεσον υδατος και υδατος και εγενετο ουτως
Verš 10
ο ποιων μεγαλα και ανεξιχνιαστα ενδοξα τε και εξαισια ων ουκ εστιν αριθμος
Jób 5:9 - τον ποιουντα μεγαλα και ανεξιχνιαστα ενδοξα τε και εξαισια ων ουκ εστιν αριθμος
Ž 72:18 - πλην δια τας δολιοτητας εθου αυτοις κατεβαλες αυτους εν τω επαρθηναι
Ž 77:14 - και ωδηγησεν αυτους εν νεφελη ημερας και ολην την νυκτα εν φωτισμω πυρος
Ž 86:10 -
Rim 11:33 -
Verš 34
απαλλαξατω απ' εμου την ραβδον ο δε φοβος αυτου μη με στροβειτω
Jób 13:20 - δυειν δε μοι χρηση τοτε απο του προσωπου σου ου κρυβησομαι
Jób 33:7 - ουχ ο φοβος μου σε στροβησει ουδε η χειρ μου βαρεια εσται επι σοι
Verš 22
διο ειπον μεγαν και δυναστην απολλυει οργη
Kaz 9:2 - ματαιοτης εν τοις πασιν συναντημα εν τω δικαιω και τω ασεβει τω αγαθω και τω κακω και τω καθαρω και τω ακαθαρτω και τω θυσιαζοντι και τω μη θυσιαζοντι ως ο αγαθος ως ο αμαρτανων ως ο ομνυων καθως ο τον ορκον φοβουμενος
Mal 3:14 - ειπατε ματαιος ο δουλευων θεω και τι πλεον οτι εφυλαξαμεν τα φυλαγματα αυτου και διοτι επορευθημεν ικεται προ προσωπου κυριου παντοκρατορος
Verš 25
ο δε βιος μου εστιν ελαφροτερος δρομεως απεδρασαν και ουκ ειδοσαν
Jób 7:6 - ο δε βιος μου εστιν ελαφροτερος λαλιας απολωλεν δε εν κενη ελπιδι
Verš 30
εαν γαρ απολουσωμαι χιονι και αποκαθαρωμαι χερσιν καθαραις
Jer 2:22 - εαν αποπλυνη εν νιτρω και πληθυνης σεαυτη ποαν κεκηλιδωσαι εν ταις αδικιαις σου εναντιον εμου λεγει κυριος
Job 9,5-7 - Ohromná moc Božia javí sa v zosúvaní horstiev (verš 5), zemetrasení (verš 6) a v zatmeniach slnka (verš 7).
Job 9,8 - Tvorivá moc Božia nepozná obmedzenie a hranice. Rovnako stvoril Boh oblohu a hlboké more. – "Prechádzať sa" znamená niečo do svojej moci prevziať, nad niečím neobmedzene vládnuť.
Job 9,13 - "Potvora" a "voje Potvory" (v pôvodine Rachab a voje Rachaby) sú zasa bájoslovné antické predstavy o mori so všetkými jeho domnelými obludami (pravekými zvermi), ktorými bolo preplnené. Svätopisec užíva tieto všeobecne známe ľudové predstavy, aby tak poukázal na nepremožiteľnú moc Božiu, s ktorou vládne nad bytosťami, ktorých predstava budila v mysliach ľudí úžas.
Job 9,19-20 - Božia moc a prevaha je taká veľká v očiach Jóbových, že sám prichádza k poznaniu svojej bezmocnosti, keď sa chce porovnať s Bohom.
Job 9,22-24 - Na tvrdenie Bildadovo, že Boh je krajne spravodlivý, ktorý len hriešnikov tresce, Jób odpovedá záporne a tvrdí, že Boh bez ohľadu na čnosť a hriešnosť zaobchádza s ľuďmi úplne podľa ľubovôle.
Job 9,33 - "Ruku vložiť na niekoho" znamená nad niekým získať moc a vládu.