výhody registrácie

1. kniha Samuelova

Biblia - Sväté písmo

(LXX - Grécky - LXX)

1Sam 20, 1-42

1 (LXX) και απεδρα δαυιδ εκ ναυαθ εν ραμα και ερχεται ενωπιον ιωναθαν και ειπεν τι πεποιηκα και τι το αδικημα μου και τι ημαρτηκα ενωπιον του πατρος σου οτι επιζητει την ψυχην μου
1 (KAT) A Dávid ušiel z Najotu pri Ráme. Prišiel a hovoril pred Jonatánom: „Čo som urobil? Čo je moja vina a čo je môj hriech proti tvojmu otcovi, že mi číha na život?“

2 (LXX) και ειπεν αυτω ιωναθαν μηδαμως σοι ου μη αποθανης ιδου ου μη ποιηση ο πατηρ μου ρημα μεγα η μικρον και ουκ αποκαλυψει το ωτιον μου και τι οτι κρυψει ο πατηρ μου το ρημα τουτο ουκ εστιν τουτο
2 (KAT) Odpovedal mu: „Ani zďaleka! Nezomrieš! Veď môj otec neurobí nič ani veľké, ani malé, aby mi to nezradil! Prečo by môj otec tajil predo mnou túto vec? To nejestvuje!“

3 (LXX) και απεκριθη δαυιδ τω ιωναθαν και ειπεν γινωσκων οιδεν ο πατηρ σου οτι ευρηκα χαριν εν οφθαλμοις σου και ειπεν μη γνωτω τουτο ιωναθαν μη ου βουληται αλλα ζη κυριος και ζη η ψυχη σου οτι καθως ειπον εμπεπλησται ανα μεσον μου και του θανατου
3 (KAT) Ale Dávid znovu prisahal a vravel: „Tvoj otec dobre vie, že som našiel priazeň v tvojich očiach a hovorí si: Nech Jonatán o tom nevie, aby sa nezarmucoval! Ale ako žije Pán a ako ty žiješ, medzi mnou a medzi smrťou je len krok.“

4 (LXX) και ειπεν ιωναθαν προς δαυιδ τι επιθυμει η ψυχη σου και τι ποιησω σοι
4 (KAT) Nato Jonatán vravel Dávidovi: „Urobím pre teba, o čokoľvek ma požiadaš.“

5 (LXX) και ειπεν δαυιδ προς ιωναθαν ιδου δη νεομηνια αυριον και εγω καθισας ου καθησομαι μετα του βασιλεως φαγειν και εξαποστελεις με και κρυβησομαι εν τω πεδιω εως δειλης
5 (KAT) Dávid povedal Jonatánovi: „Hľa, zajtra je novmesiac a ja mám sedieť pri jedle s kráľom. Uvoľni ma, schovám sa na poli až do večera.

6 (LXX) εαν επισκεπτομενος επισκεψηται με ο πατηρ σου και ερεις παραιτουμενος παρητησατο απ' εμου δαυιδ δραμειν εως εις βηθλεεμ την πολιν αυτου οτι θυσια των ημερων εκει ολη τη φυλη
6 (KAT) Ak sa Šaul bude na mňa dopytovať, povieš mu: Dávid sa odo mňa vypýtal, aby mohol zabehnúť do svojho mesta, Betlehema, lebo tam celý rod slávi výročnú obetu.

7 (LXX) εαν ταδε ειπη αγαθως ειρηνη τω δουλω σου και εαν σκληρως αποκριθη σοι γνωθι οτι συντετελεσται η κακια παρ' αυτου
7 (KAT) Ak povie: »Dobre,« tvoj sluha je v bezpečí. Ak sa však nazlostí, vedz, že sa už odhodlal na zlo.

8 (LXX) και ποιησεις ελεος μετα του δουλου σου οτι εισηγαγες εις διαθηκην κυριου τον δουλον σου μετα σεαυτου και ει εστιν αδικια εν τω δουλω σου θανατωσον με συ και εως του πατρος σου ινα τι ουτως εισαγεις με
8 (KAT) Vtedy preukáž svojmu sluhovi milosrdenstvo, veď si dal svojmu sluhovi uzavrieť so sebou Pánovu zmluvu. Ak je na mne vina, zabi ma ty, načo by si ma vydával svojmu otcovi.“

9 (LXX) και ειπεν ιωναθαν μηδαμως σοι οτι εαν γινωσκων γνω οτι συντετελεσται η κακια παρα του πατρος μου του ελθειν επι σε και εαν μη εις τας πολεις σου εγω απαγγελω σοι
9 (KAT) Jonatán odpovedal: „Nech je to ďaleko od teba! Lebo ak sa naozaj dozviem, že sa môj otec odhodlal pre zlo voči tebe, azda by som ti to neoznámil?!“

10 (LXX) και ειπεν δαυιδ προς ιωναθαν τις απαγγελει μοι εαν αποκριθη ο πατηρ σου σκληρως
10 (KAT) Dávid povedal Jonatánovi: „A kto mi oznámi, ak ti otec tvrdo odpovie?“

11 (LXX) και ειπεν ιωναθαν προς δαυιδ πορευου και μενε εις αγρον και εκπορευονται αμφοτεροι εις αγρον
11 (KAT) Jonatán vravel Dávidovi: „Poď, vyjdime na pole!“ I vyšli obaja na pole.

12 (LXX) και ειπεν ιωναθαν προς δαυιδ κυριος ο θεος ισραηλ οιδεν οτι ανακρινω τον πατερα μου ως αν ο καιρος τρισσως και ιδου αγαθον η περι δαυιδ και ου μη αποστειλω προς σε εις αγρον
12 (KAT) Vtedy povedal Jonatán Dávidovi: „Ako žije Pán, Izraelov Boh, zajtra (alebo pozajtra) o tomto čase sa budem dopytovať u svojho otca. A ak to bude pre Dávida priaznivé, či by som neposlal k tebe a neoznámil ti to?

13 (LXX) ταδε ποιησαι ο θεος τω ιωναθαν και ταδε προσθειη οτι ανοισω τα κακα επι σε και αποκαλυψω το ωτιον σου και εξαποστελω σε και απελευση εις ειρηνην και εσται κυριος μετα σου καθως ην μετα του πατρος μου
13 (KAT) Toto nech urobí Pán Jonatánovi a toto nech doloží! Ak sa môjmu otcovi bude páčiť priviesť na teba nešťastie, prezradím ti to, vypravím ťa, aby si odišiel v pokoji. A Pán bude s tebou, ako bol s mojím otcom.

14 (LXX) και μεν ετι μου ζωντος και ποιησεις ελεος μετ' εμου και εαν θανατω αποθανω
14 (KAT) Ale ak ja budem ešte žiť, preukáž mi Pánovo milosrdenstvo a ak zomriem,

15 (LXX) ουκ εξαρεις ελεος σου απο του οικου μου εως του αιωνος και ει μη εν τω εξαιρειν κυριον τους εχθρους δαυιδ εκαστον απο προσωπου της γης
15 (KAT) neodopri nikdy svoje milosrdenstvo môjmu domu! A keď Pán vyhubí z povrchu zeme všetkých Dávidových nepriateľov,

16 (LXX) εξαρθηναι το ονομα του ιωναθαν απο του οικου δαυιδ και εκζητησαι κυριος εχθρους του δαυιδ
16 (KAT) nech sa z Dávidovho okolia nevyhubí Jonatánovo meno! Ináč bude Pán žiadať počet z Dávidovej ruky.“

17 (LXX) και προσεθετο ετι ιωναθαν ομοσαι τω δαυιδ οτι ηγαπησεν ψυχην αγαπωντος αυτον
17 (KAT) A Jonatán opäť zaprisahal Dávida, lebo ho miloval. Miloval ho, ako miloval svoj život.

18 (LXX) και ειπεν ιωναθαν αυριον νουμηνια και επισκεπηση οτι επισκεπησεται καθεδρα σου
18 (KAT) Jonatán mu povedal: „Zajtra je novmesiac. Budú ťa hľadať, ak tvoje miesto ostane prázdne.

19 (LXX) και τρισσευσεις και επισκεψη και ηξεις εις τον τοπον σου ου εκρυβης εν τη ημερα τη εργασιμη και καθηση παρα το εργαβ εκεινο
19 (KAT) Pozajtra ťa budú veľmi hľadať. Vtedy príď na miesto, kde si sa schoval v pracovný deň (?), a zdržuj sa pri tej skale.

20 (LXX) και εγω τρισσευσω ταις σχιζαις ακοντιζων εκπεμπων εις την αματταρι
20 (KAT) Ja k nej vystrelím tri šípy, akoby som strieľal do cieľa,

21 (LXX) και ιδου αποστελω το παιδαριον λεγων δευρο ευρε μοι την σχιζαν εαν ειπω λεγων τω παιδαριω ωδε η σχιζα απο σου και ωδε λαβε αυτην παραγινου οτι ειρηνη σοι και ουκ εστιν λογος ζη κυριος
21 (KAT) a pošlem chlapca: »Choď, nájdi šípy!« - Ak poviem chlapcovi: »Hľa, šípy sú z tejto strany, zober ich!« - vtedy príď, lebo si v bezpečí, nie je nič, ako žije Pán!

22 (LXX) εαν ταδε ειπω τω νεανισκω ωδε η σχιζα απο σου και επεκεινα πορευου οτι εξαπεσταλκεν σε κυριος
22 (KAT) Ale ak poviem mladíkovi: »Hľa, šípy sú ďalej, za tebou!« - choď, lebo Pán ťa posiela preč.

23 (LXX) και το ρημα ο ελαλησαμεν εγω και συ ιδου κυριος μαρτυς ανα μεσον εμου και σου εως αιωνος
23 (KAT) Čo sa však týka veci, o ktorej sme sa ja a ty dohovorili, Pán je naveky medzi mnou a tebou!“

24 (LXX) και κρυπτεται δαυιδ εν αγρω και παραγινεται ο μην και ερχεται ο βασιλευς επι την τραπεζαν του φαγειν
24 (KAT) Dávid sa teda schoval na poli. A keď prišiel novmesiac, sadol si kráľ za stôl k jedlu.

25 (LXX) και εκαθισεν ο βασιλευς επι την καθεδραν αυτου ως απαξ και απαξ επι της καθεδρας παρα τοιχον και προεφθασεν τον ιωναθαν και εκαθισεν αβεννηρ εκ πλαγιων σαουλ και επεσκεπη ο τοπος δαυιδ
25 (KAT) Kráľ sedel na svojom obvyklom mieste, na mieste pri stene. Jonatán bol oproti, Abner sedel vedľa kráľa, Dávidovo miesto však bolo prázdne.

26 (LXX) και ουκ ελαλησεν σαουλ ουδεν εν τη ημερα εκεινη οτι ειπεν συμπτωμα φαινεται μη καθαρος ειναι οτι ου κεκαθαρισται
26 (KAT) Tento deň Šaul nepovedal nič, hovoril si totiž: „Je to náhoda; nie je čistý. Hej, nebude čistý!“

27 (LXX) και εγενηθη τη επαυριον του μηνος τη ημερα τη δευτερα και επεσκεπη ο τοπος του δαυιδ και ειπεν σαουλ προς ιωναθαν τον υιον αυτου τι οτι ου παραγεγονεν ο υιος ιεσσαι και εχθες και σημερον επι την τραπεζαν
27 (KAT) Nasledujúci, druhý deň po novmesiaci bolo Dávidovo miesto zasa prázdne. Tu sa Šaul pýtal svojho syna Jonatána: „Prečo neprišiel Izaiho syn ani dnes k jedlu?“

28 (LXX) και απεκριθη ιωναθαν τω σαουλ και ειπεν αυτω παρητηται δαυιδ παρ' εμου εως εις βηθλεεμ την πολιν αυτου πορευθηναι
28 (KAT) Jonatán odpovedal Šaulovi: „Dávid sa veľmi pýtal odo mňa do Betlehema.

29 (LXX) και ειπεν εξαποστειλον δη με οτι θυσια της φυλης ημιν εν τη πολει και ενετειλαντο προς με οι αδελφοι μου και νυν ει ευρηκα χαριν εν οφθαλμοις σου διασωθησομαι δη και οψομαι τους αδελφους μου δια τουτο ου παραγεγονεν επι την τραπεζαν του βασιλεως
29 (KAT) Hovoril mi: »Prepusť ma, prosím, máme v meste rodinnú obetu a môj brat ma sám povolal. Nuž, ak som našiel milosť v tvojich očiach, nech mi je dovolené pozrieť svojich bratov.« - Preto neprišiel ku kráľovmu stolu.“

30 (LXX) και εθυμωθη οργη σαουλ επι ιωναθαν σφοδρα και ειπεν αυτω υιε κορασιων αυτομολουντων ου γαρ οιδα οτι μετοχος ει συ τω υιω ιεσσαι εις αισχυνην σου και εις αισχυνην αποκαλυψεως μητρος σου
30 (KAT) Nato sa Šaul nazlostil na Jonatána a vravel: „Ty syn odbojnej ženštiny! Azda neviem, že máš rád Izaiho syna na tvoju hanbu a na hanbu nahoty tvojej matere?!

31 (LXX) οτι πασας τας ημερας ας ο υιος ιεσσαι ζη επι της γης ουχ ετοιμασθησεται η βασιλεια σου νυν ουν αποστειλας λαβε τον νεανιαν οτι υιος θανατου ουτος
31 (KAT) Lebo kým žije Izaiho syn na zemi, nebudeš pevný ani ty, ani tvoje kráľovstvo. Preto ho daj priviesť ku mne, lebo je synom smrti!“

32 (LXX) και απεκριθη ιωναθαν τω σαουλ ινα τι αποθνησκει τι πεποιηκεν
32 (KAT) Ale Jonatán odvetil svojmu otcovi Šaulovi: „Prečo má zomrieť?! Čo urobil?“

33 (LXX) και επηρεν σαουλ το δορυ επι ιωναθαν του θανατωσαι αυτον και εγνω ιωναθαν οτι συντετελεσται η κακια αυτη παρα του πατρος αυτου θανατωσαι τον δαυιδ
33 (KAT) Vtom Šaul vrhol proti nemu kopiju a Jonatán sa presvedčil, že jeho otec je rozhodnutý Dávida zabiť.

34 (LXX) και ανεπηδησεν ιωναθαν απο της τραπεζης εν οργη θυμου και ουκ εφαγεν εν τη δευτερα του μηνος αρτον οτι εθραυσθη επι τον δαυιδ οτι συνετελεσεν επ' αυτον ο πατηρ αυτου
34 (KAT) Preto Jonatán vstal od stola nahnevaný a nejedol druhý deň mesiaca, lebo mu bolo ľúto Dávida, že mu jeho otec nadával.

35 (LXX) και εγενηθη πρωι και εξηλθεν ιωναθαν εις αγρον καθως εταξατο εις το μαρτυριον δαυιδ και παιδαριον μικρον μετ' αυτου
35 (KAT) Ráno potom Jonatán išiel na pole podľa dohovoru s Dávidom a išiel s ním malý chlapec.

36 (LXX) και ειπεν τω παιδαριω δραμε ευρε μοι τας σχιζας εν αις εγω ακοντιζω και το παιδαριον εδραμε και αυτος ηκοντιζε τη σχιζη και παρηγαγεν αυτην
36 (KAT) I povedal svojmu chlapcovi: „Bež, pohľadaj šípy, ktoré som vystrelil.“ Chlapec bežal a on vystrelil šíp ponad neho.

37 (LXX) και ηλθεν το παιδαριον εως του τοπου της σχιζης ου ηκοντιζεν ιωναθαν και ανεβοησεν ιωναθαν οπισω του νεανιου και ειπεν εκει η σχιζα απο σου και επεκεινα
37 (KAT) Chlapec došiel na miesto šípa, ktorý Jonatán vystrelil, a Jonatán mu kričal: „Šíp je predsa ďalej za tebou!“.

38 (LXX) και ανεβοησεν ιωναθαν οπισω του παιδαριου αυτου λεγων ταχυνας σπευσον και μη στης και ανελεξεν το παιδαριον ιωναθαν τας σχιζας προς τον κυριον αυτου
38 (KAT) Potom Jonatán volal za chlapcom: „Rýchlo, utekaj, nezdržuj sa!“ Jonatánov sluha pozbieral šípy a prišiel k svojmu pánovi.

39 (LXX) και το παιδαριον ουκ εγνω ουθεν παρεξ ιωναθαν και δαυιδ εγνωσαν το ρημα
39 (KAT) Sluha, pravda, nevedel nič, len Jonatán a Dávid vedeli o veci.

40 (LXX) και ιωναθαν εδωκεν τα σκευη αυτου επι το παιδαριον αυτου και ειπεν τω παιδαριω αυτου πορευου εισελθε εις την πολιν
40 (KAT) Jonatán dal svoj výstroj sluhovi a povedal mu: „Choď, zanes to do mesta!“

41 (LXX) και ως εισηλθεν το παιδαριον και δαυιδ ανεστη απο του εργαβ και επεσεν επι προσωπον αυτου και προσεκυνησεν αυτω τρις και κατεφιλησεν εκαστος τον πλησιον αυτου και εκλαυσεν εκαστος τω πλησιον αυτου εως συντελειας μεγαλης
41 (KAT) Keď sluha odišiel, vstal Dávid spoza skaly, vrhol sa tvárou na zem a tri razy sa uklonil. Nato sa vzájomne pobozkali a v objatí plakali, nadovšetko Dávid.

42 (LXX) και ειπεν ιωναθαν πορευου εις ειρηνην και ως ομωμοκαμεν ημεις αμφοτεροι εν ονοματι κυριου λεγοντες κυριος εσται μαρτυς ανα μεσον εμου και σου και ανα μεσον του σπερματος μου και ανα μεσον του σπερματος σου εως αιωνος
42 (KAT) Jonatán povedal Dávidovi: „Choď v pokoji! Ako sme si obaja prisahali v mene Pánovom, Pán bude medzi mnou a tebou, medzi mojím potomstvom a tvojím potomstvom naveky.“


1Sam 20, 1-42





Verš 8
και ποιησεις ελεος μετα του δουλου σου οτι εισηγαγες εις διαθηκην κυριου τον δουλον σου μετα σεαυτου και ει εστιν αδικια εν τω δουλω σου θανατωσον με συ και εως του πατρος σου ινα τι ουτως εισαγεις με
1Sam 18:3 -

Verš 23
και το ρημα ο ελαλησαμεν εγω και συ ιδου κυριος μαρτυς ανα μεσον εμου και σου εως αιωνος
1Sam 20:42 - και ειπεν ιωναθαν πορευου εις ειρηνην και ως ομωμοκαμεν ημεις αμφοτεροι εν ονοματι κυριου λεγοντες κυριος εσται μαρτυς ανα μεσον εμου και σου και ανα μεσον του σπερματος μου και ανα μεσον του σπερματος σου εως αιωνος

1Sam 20,5 - Novmesiac bol prvý deň každého mesiaca. Bol to sviatok, hoci nie tak zasvätený ako hlavné slávnosti ročné.

1Sam 20,8 - O zmluve Dávida a Jonatána pozri 18,3. Volajú ju zmluvou Pánovou, lebo vzývali v nej Pána, aby ich potrestal, ak ju nedodržia.

1Sam 20,13 - Jonatán sa prísahou zaväzuje, že Dávidovi pomôže utiecť, ak by ho Šaul chcel prenasledovať.

1Sam 20,14 - Zmysel vety je: "Buď ku mne milosrdný, ako je milosrdný Pán!" Verše 14–16 sú porušené. Jonatán chce, aby jeho rod bol Dávidovi verný, ale prosí Dávida, aby aj on zachovával priazeň k jeho rodu, ináč by ho Boh trestal, pretože nedodržal zmluvu, ktorú s Jonatánom uzavrel.

1Sam 20,18 - Verše 18 n. sú tiež veľmi porušené a preto nejasné. V ten novmesiac, o ktorom je reč, nasledovali asi dva sviatky za sebou, tretí deň, keď Dávid mal dostať správu od Jonatána, bol už deň pracovný. Dávid sa mal zdržovať pri akejsi známej, pravdepodobne nápadnej skale.

1Sam 20,23 - Pán je svedok ich dohovoru, Dávid sa môže spoľahnúť.

1Sam 20,25 - So LXX čítame: "Jonatán bol oproti", a nie "Jonatán vstal", ako má Vulg a dnešný hebr. text.

1Sam 20,26 - Hostina mala náboženský ráz, preto sa na nej smeli zúčastniť len rituálne čistí ľudia. Šaul si myslí, že Dávid nie je rituálne čistý, a preto neprišiel na hostinu.