výhody registrácie

Kniha Sudcov

Biblia - Sväté písmo

(LXX - Grécky - LXX)

Sdc 19, 1-30

1 (LXX) και εγενετο εν ταις ημεραις εκειναις και ουκ ην βασιλευς εν ισραηλ και εγενετο ανηρ λευιτης παροικων εν μηροις ορους εφραιμ και ελαβεν αυτω γυναικα παλλακην απο βηθλεεμ ιουδα
1 (KAT) V čase, keď nebolo v Izraeli kráľa, osadil sa istý levita ako cudzí v zadných končinách Efraimského pohoria a vzal si vedľajšiu ženu z Júdovho Betlehema.

2 (LXX) και επορευθη απ' αυτου η παλλακη αυτου και απηλθεν παρ' αυτου εις οικον πατρος αυτης εις βηθλεεμ ιουδα και ην εκει ημερας τεσσαρων μηνων
2 (KAT) Vedľajšia žena sa naň nahnevala a odišla od neho do domu svojho otca, do Júdovho Betlehema. Bola tam už štyri mesiace,

3 (LXX) και ανεστη ο ανηρ αυτης και επορευθη οπισω αυτης του λαλησαι επι καρδιαν αυτης του επιστρεψαι αυτην αυτω και νεανιας αυτου μετ' αυτου και ζευγος ονων και ηδε εισηνεγκεν αυτον εις οικον πατρος αυτης και ειδεν αυτον ο πατηρ της νεανιδος και ηυφρανθη εις συναντησιν αυτου
3 (KAT) keď sa jej muž vybral za ňou, aby si ju naklonil srdečným prehováraním k návratu. Mal so sebou svojho sluhu a dva osly. Keď ho uviedla do domu svojho otca a otec dievčaťa ho zazrel, vyšiel mu radostne v ústrety.

4 (LXX) και κατεσχεν αυτον ο γαμβρος αυτου ο πατηρ της νεανιδος και εκαθισεν μετ' αυτου επι τρεις ημερας και εφαγον και επιον και ηυλισθησαν εκει
4 (KAT) A keď jeho tesť, otec dievčaťa, na neho naliehal, zostal u neho tri dni. Jedli a popíjali si a nocovali tam.

5 (LXX) και εγενετο τη ημερα τη τεταρτη και ωρθρισαν το πρωι και ανεστη του πορευθηναι και ειπεν ο πατηρ της νεανιδος προς τον νυμφιον αυτου στηρισον σου την καρδιαν ψωμω αρτου και μετα τουτο πορευσεσθε
5 (KAT) Na štvrtý deň včasráno vstali a keď sa chystal na cestu, povedal otec dievčaťa svojmu zaťovi: „Posilni sa ešte kúskom chleba! Potom pôjdete!“

6 (LXX) και εκαθισεν και εφαγον οι δυο επι το αυτο και επιον και ειπεν ο πατηρ της νεανιδος προς τον ανδρα αγε δη αυλισθητι και αγαθυνθησεται η καρδια σου
6 (KAT) Nato si sadli a obidvaja jedli a pili. Potom povedal otec dievčaťa mužovi: „Ale zostaň ešte na noc! Zabav sa!“

7 (LXX) και ανεστη ο ανηρ του πορευεσθαι και εβιασατο αυτον ο γαμβρος αυτου και εκαθισεν και ηυλισθη εκει
7 (KAT) A muž aj vstal, aby sa vydal na cestu, ale keď jeho tesť opäť na neho naliehal, zostal a prenocoval tam.

8 (LXX) και ωρθρισεν το πρωι τη ημερα τη πεμπτη του πορευθηναι και ειπεν ο πατηρ της νεανιδος στηρισον δη την καρδιαν σου και στρατευσον εως κλιναι την ημεραν και εφαγον οι δυο
8 (KAT) Na piaty deň včasráno vstali a keď sa chystal na cestu, povedal otec dievčaťa: „Posilni sa najprv! Vyčkaj, až sa deň schýli!“ A zas jedli obidvaja.

9 (LXX) και ανεστη ο ανηρ του πορευθηναι αυτος και η παλλακη αυτου και ο νεανιας αυτου και ειπεν αυτω ο γαμβρος αυτου ο πατηρ της νεανιδος ιδου δη ησθενησεν η ημερα εις την εσπεραν αυλισθητι ωδε και αγαθυνθησεται η καρδια σου και ορθριειτε αυριον εις οδον υμων και πορευση εις το σκηνωμα σου
9 (KAT) Keď však muž vstal, aby sa vydal na cestu so svojou vedľajšou ženou a so svojím sluhom, povedal mu jeho tesť, otec dievčaťa: „Hľa, deň sa už schýlil. Zvečerieva sa! Prenocujže tu! Zajtra včasráno vstanete, vydáte sa na cestu a dostaneš sa do svojho stanu.“

10 (LXX) και ουκ ευδοκησεν ο ανηρ αυλισθηναι και ανεστη και απηλθεν και ηλθεν εως απεναντι ιεβους αυτη εστιν ιερουσαλημ και μετ' αυτου ζευγος ονων επισεσαγμενων και η παλλακη αυτου μετ' αυτου
10 (KAT) Ale muž už nechcel zostať na noc, lež vstal a odišiel. Tak sa dostal až do blízkosti Jebuza, to jest Jeruzalema. So sebou mal dva osedlané osly. Jeho vedľajšia žena bola tiež pri ňom.

11 (LXX) και ηλθοσαν εως ιεβους και η ημερα προβεβηκει σφοδρα και ειπεν ο νεανιας προς τον κυριον αυτου δευρο δη και εκκλινωμεν εις πολιν του ιεβουσι ταυτην και αυλισθωμεν εν αυτη
11 (KAT) Keď boli pri Jebuze - a deň sa už značne schýlil -, povedal sluha svojmu pánovi: „Poď, uchýľme sa do mesta Jebuzejov a prenocujme v ňom!“

12 (LXX) και ειπεν προς αυτον ο κυριος αυτου ουκ εκκλινουμεν εις πολιν αλλοτριαν εν η ουκ εστιν απο υιων ισραηλ ωδε και παρελευσομεθα εως γαβαα
12 (KAT) Ale jeho pán mu odvetil: „Neuchýlime sa ta - do mesta cudzincov, ktorí nie sú z Izraelových synov -, ale pôjdeme ďalej až do Gabay.“

13 (LXX) και ειπεν τω νεανια αυτου δευρο και εγγισωμεν ενι των τοπων και αυλισθησομεθα εν γαβαα η εν ραμα
13 (KAT) Potom povedal svojmu sluhovi: „Poď, zájdeme do niektorej dediny a prenocujeme či už v Gabae alebo v Rame.“

14 (LXX) και παρηλθον και επορευθησαν και εδυ ο ηλιος αυτοις εχομενα της γαβαα η εστιν τω βενιαμιν
14 (KAT) A uberali sa svojou cestou ďalej. Pri Gabae, ktorá patrí Benjamínovi, zapadlo im slnko.

15 (LXX) και εξεκλιναν εκει του εισελθειν αυλισθηναι εν γαβαα και εισηλθον και εκαθισαν εν τη πλατεια της πολεως και ουκ ην ανηρ συναγων αυτους εις οικιαν αυλισθηναι
15 (KAT) Ta teda odbočili z cesty, aby si zašli na noc do Gabay. Keď však vošiel a zložil sa na námestí mesta, nebolo nikoho, kto by ich bol prijal do domu na nocľah.

16 (LXX) και ιδου ανηρ πρεσβυτης ηρχετο εξ εργων αυτου εξ αγρου εν εσπερα και ο ανηρ ην εξ ορους εφραιμ και αυτος παρωκει εν γαβαα και οι ανδρες του τοπου υιοι βενιαμιν
16 (KAT) Tu zvečera prichádzal starec z poľa, zo svojej práce. Muž pochádzal z Efraimského pohoria a zdržoval sa ako cudzí v Gabae. Miestni obyvatelia však boli Benjamínovci.

17 (LXX) και ηρεν τους οφθαλμους αυτου και ειδεν τον οδοιπορον ανδρα εν τη πλατεια της πολεως και ειπεν ο ανηρ ο πρεσβυτης που πορευη και ποθεν ερχη
17 (KAT) Keď zdvihol oči, zazrel na námestí mesta pocestného. Starec sa ho spýtal: „Kde ideš? Odkiaľ prichádzaš?“

18 (LXX) και ειπεν προς αυτον παραπορευομεθα ημεις απο βηθλεεμ ιουδα εως μηρων ορους εφραιμ εκειθεν εγω ειμι και επορευθην εως βηθλεεμ ιουδα και εις τον οικον μου εγω πορευομαι και ουκ εστιν ανηρ συναγων με εις την οικιαν
18 (KAT) Odpovedal mu: „Cestujeme z Júdovho Betlehema až do zadných končín Efraimského pohoria. Odtiaľ som. Zašiel som si do Júdovho Betlehema a zasa sa uberám do Pánovho domu. Niet tu však nikoho, kto by ma prijal do domu.

19 (LXX) και γε αχυρα και χορτασματα εστιν τοις ονοις ημων και αρτοι και οινος εστιν εμοι και τη παιδισκη και τω νεανισκω μετα των παιδιων σου ουκ εστιν υστερημα παντος πραγματος
19 (KAT) Máme slamu a obrok pre svojho osla, aj chlieb a víno pre mňa, pre tvoju služobnicu a pre sluhu, ktorý je s tvojím služobníkom. Vôbec nič nám nechýba.“

20 (LXX) και ειπεν ο ανηρ ο πρεσβυτης ειρηνη σοι πλην παν υστερημα σου επ' εμε πλην εν τη πλατεια ου μη αυλισθηση
20 (KAT) Tu povedal starec: „Pokoj buď s tebou! Ak by ti aj niečo chýbalo, to už bude moja starosť. Na námestí predsa nocovať nemôžeš!“

21 (LXX) και εισηνεγκεν αυτον εις τον οικον αυτου και τοπον εποιησεν τοις ονοις και αυτοι ενιψαντο τους ποδας αυτων και εφαγον και επιον
21 (KAT) Potom ho uviedol do svojho domu a nakŕmil osly. Keď si umyli nohy, jedli a pili.

22 (LXX) αυτοι δ' αγαθυνοντες καρδιαν αυτων και ιδου ανδρες της πολεως υιοι παρανομων εκυκλωσαν την οικιαν κρουοντες επι την θυραν και ειπον προς τον ανδρα τον κυριον του οικου τον πρεσβυτην λεγοντες εξενεγκε τον ανδρα ος εισηλθεν εις την οικιαν σου ινα γνωμεν αυτον
22 (KAT) Keď už boli v dobrej nálade, tu mužovia z mesta, zlosynovia, obstali dom a ustavične tĺkli na bránu. Vyvolávali na starca, pána domu: „Vyveď muža, čo prišiel do tvojho domu! Chceme s ním obcovať!“

23 (LXX) και εξηλθεν προς αυτους ο ανηρ ο κυριος του οικου και ειπεν μη αδελφοι μη κακοποιησητε δη μετα το εισελθειν τον ανδρα τουτον εις την οικιαν μου μη ποιησητε την αφροσυνην ταυτην
23 (KAT) Tu vyšiel k nim muž, pán domu, a vravel im: „Nie, bratia moji! Nerobte nič zlé, keď prišiel ten človek do môjho domu! Nedopustíte sa predsa takej nehanebnosti!

24 (LXX) ιδε η θυγατηρ μου η παρθενος και η παλλακη αυτου εξαξω αυτας και ταπεινωσατε αυτας και ποιησατε αυταις το αγαθον εν οφθαλμοις υμων και τω ανδρι τουτω ου ποιησετε το ρημα της αφροσυνης ταυτης
24 (KAT) Mám však dcéru, pannu, a on zas vedľajšiu ženu. Môžem vám ich vyviesť. Tie znásilnite a urobte s nimi, ako sa vám ľúbi. Ale na tomto mužovi sa nedopustite takej nehanebnosti!“

25 (LXX) και ουκ ευδοκησαν οι ανδρες του εισακουσαι αυτου και επελαβετο ο ανηρ της παλλακης αυτου και εξηγαγεν αυτην προς αυτους εξω και εγνωσαν αυτην και ενεπαιζον εν αυτη ολην την νυκτα εως πρωι και εξαπεστειλαν αυτην ως ανεβη το πρωι
25 (KAT) Keďže mužovia ho nechceli ani len vypočuť, vzal muž svoju vedľajšiu manželku a vyviedol im ju von na ulicu. Zneužívali ju a ukájali si na nej svoje chúťky celú noc až do rána. Prepustili ju až pri východe zorničky.

26 (LXX) και ηλθεν η γυνη προς τον ορθρον και επεσεν παρα την θυραν του οικου ου ην αυτης εκει ο ανηρ εως του διαφωσαι
26 (KAT) Nad ránom sa žena pokúšala vojsť, ale klesla pred dvermi domu muža, u ktorého bol jej pán, a zostala tam až do rozvidnenia.

27 (LXX) και ανεστη ο ανηρ αυτης το πρωι και ηνοιξεν τας θυρας του οικου και εξηλθεν του πορευθηναι την οδον αυτου και ιδου η γυνη η παλλακη αυτου πεπτωκυια παρα τας θυρας του οικου και αι χειρες αυτης επι το προθυρον
27 (KAT) Ráno jej pán vstal, otvoril dvere domu a keď vyšiel, aby sa vydal na cestu, jeho vedľajšia žena ležala predo dvermi domu s rukami na prahu!

28 (LXX) και ειπεν προς αυτην αναστα και απελθωμεν και ουκ απεκριθη οτι ην νεκρα και ελαβεν αυτην επι τον ονον και επορευθη εις τον τοπον αυτου
28 (KAT) Volal na ňu: „Vstaň! Pôjdeme!“ Ale nik mu neodpovedal. Tu ju vzal na osla, muž sa pobral a šiel do svojho bydliska.

29 (LXX) και ελαβεν την ρομφαιαν και εκρατησεν την παλλακην αυτου και εμελισεν αυτην εις δωδεκα μελη και απεστειλεν αυτα εν παντι οριω ισραηλ
29 (KAT) Keď prišiel do svojho domu, vzal nôž, chytil svoju vedľajšiu ženu, rozsekal úd za údom na dvanásť kusov a rozposlal ich po celom Izraelovom území.

30 (LXX) και εγενετο πας ο βλεπων ελεγεν ουκ εγενετο και ουχ εοραται ως αυτη απο ημερας αναβασεως υιων ισραηλ εκ γης αιγυπτου και εως της ημερας ταυτης θεσθε υμιν αυτοι επ' αυτην βουλην και λαλησατε
30 (KAT) Každý, kto to videl, hovoril: „Také niečo sa ešte nestalo, ani nebolo vidieť odo dňa, keď vyšli Izraelovi synovia z krajiny Egypťanov, až podnes. Premýšľajte o tom, poraďte sa a vravte!“


Sdc 19, 1-30





Verš 1
και εγενετο εν ταις ημεραις εκειναις και ουκ ην βασιλευς εν ισραηλ και εγενετο ανηρ λευιτης παροικων εν μηροις ορους εφραιμ και ελαβεν αυτω γυναικα παλλακην απο βηθλεεμ ιουδα
Sdc 17:6 - εν δε ταις ημεραις εκειναις ουκ ην βασιλευς εν ισραηλ ανηρ το ευθες εν οφθαλμοις αυτου εποιει
Sdc 18:1 - εν ταις ημεραις εκειναις ουκ ην βασιλευς εν ισραηλ και εν ταις ημεραις εκειναις η φυλη δαν εζητει αυτη κληρονομιαν κατοικησαι οτι ουκ ενεπεσεν αυτη εως της ημερας εκεινης εν μεσω φυλων ισραηλ κληρονομια
Sdc 21:25 - εν δε ταις ημεραις εκειναις ουκ ην βασιλευς εν ισραηλ ανηρ το ευθες ενωπιον αυτου εποιει

Verš 22
αυτοι δ' αγαθυνοντες καρδιαν αυτων και ιδου ανδρες της πολεως υιοι παρανομων εκυκλωσαν την οικιαν κρουοντες επι την θυραν και ειπον προς τον ανδρα τον κυριον του οικου τον πρεσβυτην λεγοντες εξενεγκε τον ανδρα ος εισηλθεν εις την οικιαν σου ινα γνωμεν αυτον
Gn 19:4 - προ του κοιμηθηναι και οι ανδρες της πολεως οι σοδομιται περιεκυκλωσαν την οικιαν απο νεανισκου εως πρεσβυτερου απας ο λαος αμα
Oz 9:9 - εφθαρησαν κατα τας ημερας του βουνου μνησθησεται αδικιας αυτου εκδικησει αμαρτιας αυτου
Oz 10:9 - αφ' ου οι βουνοι ημαρτεν ισραηλ εκει εστησαν ου μη καταλαβη αυτους εν τω βουνω πολεμος επι τα τεκνα αδικιας

Sdc 19,10 - Miesto "osedlané" má Vg: "zaťažené", t. j. bremenami. – Z Betlehema do Jeruzalema (Jebuz – pomenovanie toto sa stalo asi podľa obyvateľov mesta: Jebuzejci) sú 2 hod. cesty. – Levita sa vybral z Betlehema neskoro odpoludnia, asi 3 hod. pred západom slnka.

Sdc 19,11-14 - Miesto "prenocujme v ňom" má Vg: "zostaňme v ňom". (Obdobne vo v. 6.) Gabaa (Gib’á), dnes Tell el-Fúl, Joz 18,28. – Rama, dnes er-Rám, Joz 18, 25. Obidve mestá sú asi na 8 km vzdialené na sever od Jeruzalema a 2 1/2 km od seba. – V Palestíne je súmrak kratší než u nás; po západe slnka čoskoro nastáva noc.

Sdc 19,15 - "Na námestí mesta", t. j. na širokej ulici, kde sa sústreďoval život obyvateľstva, takže každý ich mohol vidieť a ponúknuť im pohostinstvo. Nedostatok pohostinstva bol nielen zlým znamením, ale aj hanbou pre celé mesto, keď sa musel pocestný zložiť na noc len na ulici.

Sdc 19,18 - "Do Pánovho domu" treba čítať podľa LXX: "do svojho domu", t. j. domov. Či sa chcel staviť levita na spiatočnej ceste vo svätyni, ktorá bola v Betele (alebo v Šíle)?

Sdc 19,19 - "Tvoja služobnica" a "tvoj služobník" sú zdvorilostné výrazy. "Vôbec nič nám nechýba" a Vg dodáva: "iba prístrešie".

Sdc 19,21 - Porov. Gn 18,4; 24,32.

Sdc 19,22 - Hriech Benjamínovcov bola sodomia, protiprirodzená pohlavná rozkoš. Porov. Gn 19,4–8.

Sdc 19,23 - Starec, ako hostiteľ, mal povinnosť hájiť všetkých svojich hostí proti bezpráviu, teda nielen muža, ale aj jeho manželku. V podobnom postavení bol kedysi Lot (Gn 19,8).

Sdc 19,25 - Levita ("muž") obetoval svoju vedľajšiu ženu, aby znemožnil hriech proti prírode a tiež aby zachránil aj seba.

Sdc 19,29 - Na 12 kusov vzhľadom na 12 kmeňov Izraelových, aby sa tak o zločine dozvedel všetok Izrael a žiadal potrestať vrahov.

Sdc 19,30 - Miesto "Premýšťajte o tom…" má Vg.: "Podajte úsudok a uzneste sa, čo treba robiť", t. j. aby sa už nikdy také niečo nestalo.