výhody registrácie

Náreky

Biblia - Sväté písmo

(LXX - Grécky - LXX)

Nár 1, 1-23

1 (LXX) και εγενετο μετα το αιχμαλωτισθηναι τον ισραηλ και ιερουσαλημ ερημωθηναι εκαθισεν ιερεμιας κλαιων και εθρηνησεν τον θρηνον τουτον επι ιερουσαλημ και ειπεν
1 (ROH) Alef. Oj, ako sedí samotné mesto, nedávno veľké čo do množstva ľudu! Je ako vdova. Mesto, predtým veľké medzi národami, kňažna medzi krajinami, dnes je poplatné!

1 (LXX) πως εκαθισεν μονη η πολις η πεπληθυμμενη λαων εγενηθη ως χηρα πεπληθυμμενη εν εθνεσιν αρχουσα εν χωραις εγενηθη εις φορον
2 (ROH) Béth. Kňažna, ustavične plače, vnoci, a jej slzy tečú po jej lícach. Nemá nikoho, kto by potešil, nikoho zpomedzi všetkých svojich milovníkov. Všetci jej priatelia sa jej stali nevernými; obrátili sa jej v nepriateľov.

2 (LXX) κλαιουσα εκλαυσεν εν νυκτι και τα δακρυα αυτης επι των σιαγονων αυτης και ουχ υπαρχει ο παρακαλων αυτην απο παντων των αγαπωντων αυτην παντες οι φιλουντες αυτην ηθετησαν εν αυτη εγενοντο αυτη εις εχθρους
3 (ROH) Gimel. Judea sa prestehovala do vyhnanstva pre horké trápenie a pre veľkú porobu. Ona býva medzi pohanmi! Nenachodí odpočinku. Všetci tí, ktorí ju honia, ju dostihujú medzi úzkosťami.

3 (LXX) μετωκισθη η ιουδαια απο ταπεινωσεως αυτης και απο πληθους δουλειας αυτης εκαθισεν εν εθνεσιν ουχ ευρεν αναπαυσιν παντες οι καταδιωκοντες αυτην κατελαβον αυτην ανα μεσον των θλιβοντων
4 (ROH) Daleth. Cesty dcéry Siona smutné, pretože niet tých, ktorí by prišli na slávnosť. Všetky jej brány spustlé. Jej kňazi vzdychajú. Jej panny sú strápené, a ona sama je plná horkosti.

4 (LXX) οδοι σιων πενθουσιν παρα το μη ειναι ερχομενους εν εορτη πασαι αι πυλαι αυτης ηφανισμεναι οι ιερεις αυτης αναστεναζουσιν αι παρθενοι αυτης αγομεναι και αυτη πικραινομενη εν εαυτη
5 (ROH) Hé. Jej protivníci sú hlavou; jej nepriatelia sa majú dobre, lebo ju strápil Hospodin pre množstvo jej prestúpení. Jej malé deti odišly do zajatia pred tvárou a zrakmi protivníka.

5 (LXX) εγενοντο οι θλιβοντες αυτην εις κεφαλην και οι εχθροι αυτης ευθηνουσαν οτι κυριος εταπεινωσεν αυτην επι το πληθος των ασεβειων αυτης τα νηπια αυτης επορευθησαν εν αιχμαλωσια κατα προσωπον θλιβοντος
6 (ROH) Vav. A tak vyšla od dcéry Siona všetka jej sláva. Jej kniežatá sú jako jeleni, ktorí nenachodia paše a tak idú bez sily pred tým, ktorý prenasleduje.

6 (LXX) και εξηλθεν εκ θυγατρος σιων πασα η ευπρεπεια αυτης εγενοντο οι αρχοντες αυτης ως κριοι ουχ ευρισκοντες νομην και επορευοντο εν ουκ ισχυι κατα προσωπον διωκοντος
7 (ROH) Zajin. Dcéra Jeruzalema sa rozpomína vo dňoch svojho trápenia a vo svojom zmietaní na všetky svoje vzácne veci, ktoré boly jej od pradávnych dní, teraz keď upadol jej ľud do ruky protivníka, a keď nemá nikoho, kto by jej pomohol. Protivníci sa dívajú na ňu; smejú sa jej všestrannej zkaze.

7 (LXX) εμνησθη ιερουσαλημ ημερων ταπεινωσεως αυτης και απωσμων αυτης παντα τα επιθυμηματα αυτης οσα ην εξ ημερων αρχαιων εν τω πεσειν τον λαον αυτης εις χειρας θλιβοντος και ουκ ην ο βοηθων αυτη ιδοντες οι εχθροι αυτης εγελασαν επι μετοικεσια αυτης
8 (ROH) Cheth. Ťažko hrešila dcéra Jeruzalema, preto sa stala nečistou odlúčenou; všetci, ktorí ju ctili, opovrhujú ňou, pretože vidia jej nahotu. Aj ona vzdychá a obrátila sa nazpät.

8 (LXX) αμαρτιαν ημαρτεν ιερουσαλημ δια τουτο εις σαλον εγενετο παντες οι δοξαζοντες αυτην εταπεινωσαν αυτην ειδον γαρ την ασχημοσυνην αυτης και γε αυτη στεναζουσα και απεστραφη οπισω
9 (ROH) Teth. Jej nečistota je na jej podolkoch; nepamätala na svoj koniec a preto klesla predivne, hlboko; nemá nikoho, kto by ju potešil. Vidz, ó, Hospodine, moje trápenie, lebo sa veličí nepriateľ.

9 (LXX) ακαθαρσια αυτης προς ποδων αυτης ουκ εμνησθη εσχατα αυτης και κατεβιβασεν υπερογκα ουκ εστιν ο παρακαλων αυτην ιδε κυριε την ταπεινωσιν μου οτι εμεγαλυνθη εχθρος
10 (ROH) Jod. Protivník siahol svojou rukou na všetky jej vzácne veci, lebo sa musí dívať, ako pohania vchádzajú do jej svätyne, o ktorých si bol prikázal, aby ti nevošli do shromaždenia.

10 (LXX) χειρα αυτου εξεπετασεν θλιβων επι παντα τα επιθυμηματα αυτης ειδεν γαρ εθνη εισελθοντα εις το αγιασμα αυτης α ενετειλω μη εισελθειν αυτα εις εκκλησιαν σου
11 (ROH) Kaf. Všetok jej ľud vzdychá; hľadajú chlieb; dávajú svoje vzácne veci za pokrm, aby občerstvili dušu. Vidz, ó, Hospodine, a hľaď, že som znevážená!

11 (LXX) πας ο λαος αυτης καταστεναζοντες ζητουντες αρτον εδωκαν τα επιθυμηματα αυτης εν βρωσει του επιστρεψαι ψυχην ιδε κυριε και επιβλεψον οτι εγενηθην ητιμωμενη
12 (ROH) Lamed. Či vám nič do toho, vy všetci, ktorí idete cestou pomimo? Hľaďte a vidzte, či je niekde bolesť ako moja bolesť, ktorá je spôsobená mne, ktorú strápil Hospodin v deň pále svojho hnevu?!

12 (LXX) ου προς υμας παντες οι παραπορευομενοι οδον επιστρεψατε και ιδετε ει εστιν αλγος κατα το αλγος μου ο εγενηθη φθεγξαμενος εν εμοι εταπεινωσεν με κυριος εν ημερα οργης θυμου αυτου
13 (ROH) Mem. S výsosti poslal oheň do mojich kostí a pošliapal to; roztiahol mojim nohám sieť a obrátil ma nazpät; učinil ma pustinou, neduživou deň ako deň.

13 (LXX) εξ υψους αυτου απεστειλεν πυρ εν τοις οστεοις μου κατηγαγεν αυτο διεπετασεν δικτυον τοις ποσιν μου απεστρεψεν με εις τα οπισω εδωκεν με ηφανισμενην ολην την ημεραν οδυνωμενην
14 (ROH) Nun. Jarmo mojich prestúpení mi je uviazané jeho rukou; splietly sa jako húžvy; vystúpily na moju šiju; spôsobil to, aby klesla moja sila. Pán ma vydal do rúk, z ktorých nemôžem povstať.

14 (LXX) εγρηγορηθη επι τα ασεβηματα μου εν χερσιν μου συνεπλακησαν ανεβησαν επι τον τραχηλον μου ησθενησεν η ισχυς μου οτι εδωκεν κυριος εν χερσιν μου οδυνας ου δυνησομαι στηναι
15 (ROH) Samek. Pán pošliapal všetkých mojich udatných v mojom strede; svolal proti mne slávnostné shromaždenie, aby skrúšil mojich mládencov. Pán šliapal čereň panne dcére Júdovej.

15 (LXX) εξηρεν παντας τους ισχυρους μου ο κυριος εκ μεσου μου εκαλεσεν επ' εμε καιρον του συντριψαι εκλεκτους μου ληνον επατησεν κυριος παρθενω θυγατρι ιουδα επι τουτοις εγω κλαιω
16 (ROH) Ajin. Pre tie veci ja plačem. Moje oko, moje oko tečie vodami, lebo je ďaleko odo mňa ten, ktorý by potešil, ten, ktorý by občerstvil moju dušu. Moji synovia sú vypustošení, lebo sa zmohol nepriateľ.

16 (LXX) ο οφθαλμος μου κατηγαγεν υδωρ οτι εμακρυνθη απ' εμου ο παρακαλων με ο επιστρεφων ψυχην μου εγενοντο οι υιοι μου ηφανισμενοι οτι εκραταιωθη ο εχθρος
17 (ROH) Pé. Dcéra Siona rozprestiera svoje ruky; nemá nikoho, kto by ju potešil. Hospodin prikázal o Jakobovi vôkol neho jeho protivníkom, aby ho sovreli. Dcéra Jeruzalema je ako nečistá, oddelená pre svoj neduh, medzi nimi.

17 (LXX) διεπετασεν σιων χειρας αυτης ουκ εστιν ο παρακαλων αυτην ενετειλατο κυριος τω ιακωβ κυκλω αυτου οι θλιβοντες αυτον εγενηθη ιερουσαλημ εις αποκαθημενην ανα μεσον αυτων
18 (ROH) Tsadé. Hospodin je spravedlivý, lebo som sa protivila jeho ústam. Nože počujte, všetky národy, a vidzte moju bolesť! Moje panny a moji mládenci odišli do zajatia!

18 (LXX) δικαιος εστιν κυριος οτι το στομα αυτου παρεπικρανα ακουσατε δη παντες οι λαοι και ιδετε το αλγος μου παρθενοι μου και νεανισκοι μου επορευθησαν εν αιχμαλωσια
19 (ROH) Khof. Volala som na svojich milovníkov; oklamali ma. Moji kňazi a moji starci pomreli v meste, keď si hľadali pokrm, aby občerstvili svoju dušu.

19 (LXX) εκαλεσα τους εραστας μου αυτοι δε παρελογισαντο με οι ιερεις μου και οι πρεσβυτεροι μου εν τη πολει εξελιπον οτι εζητησαν βρωσιν αυτοις ινα επιστρεψωσιν ψυχας αυτων και ουχ ευρον
20 (ROH) Reš. Vidz, ó, Hospodine, lebo mi je úzko. Moje vnútornosti sú rozbúrené; moje srdce sa prevrátilo vo mne, pretože som sa veľmi protivila. Vonku sirotí meč; vnútri jako smrť.

20 (LXX) ιδε κυριε οτι θλιβομαι η κοιλια μου εταραχθη και η καρδια μου εστραφη εν εμοι οτι παραπικραινουσα παρεπικρανα εξωθεν ητεκνωσεν με μαχαιρα ωσπερ θανατος εν οικω
21 (ROH) Šin. Čujú, že vzdychám, ale nemám nikoho, kto by potešil. Všetci moji nepriatelia počujúc o mojom nešťastí radujú sa, že si to ty učinil; uviedol si deň, ktorý si bol vyhlásil, ale budú podobní mne.

21 (LXX) ακουσατε δη οτι στεναζω εγω ουκ εστιν ο παρακαλων με παντες οι εχθροι μου ηκουσαν τα κακα μου και εχαρησαν οτι συ εποιησας επηγαγες ημεραν εκαλεσας καιρον και εγενοντο ομοιοι εμοι
22 (ROH) Tav. Nech prijde všetka ich zlosť pred tvoju tvár, a učiň im, ako si učinil mne pre všetky moje prestúpenia, lebo je mnoho mojich vzdychov, a moje srdce je neduživé.

22 (LXX) εισελθοι πασα η κακια αυτων κατα προσωπον σου και επιφυλλισον αυτοις ον τροπον εποιησαν επιφυλλιδα περι παντων των αμαρτηματων μου οτι πολλοι οι στεναγμοι μου και η καρδια μου λυπειται
23 ----


Nár 1, 1-23





Verš 2
κλαιουσα εκλαυσεν εν νυκτι και τα δακρυα αυτης επι των σιαγονων αυτης και ουχ υπαρχει ο παρακαλων αυτην απο παντων των αγαπωντων αυτην παντες οι φιλουντες αυτην ηθετησαν εν αυτη εγενοντο αυτη εις εχθρους
Ž 6:6 - οτι ουκ εστιν εν τω θανατω ο μνημονευων σου εν δε τω αδη τις εξομολογησεται σοι

Verš 8
αμαρτιαν ημαρτεν ιερουσαλημ δια τουτο εις σαλον εγενετο παντες οι δοξαζοντες αυτην εταπεινωσαν αυτην ειδον γαρ την ασχημοσυνην αυτης και γε αυτη στεναζουσα και απεστραφη οπισω
Iz 47:3 - ανακαλυφθησεται η αισχυνη σου φανησονται οι ονειδισμοι σου το δικαιον εκ σου λημψομαι ουκετι μη παραδω ανθρωποις

Verš 9
ακαθαρσια αυτης προς ποδων αυτης ουκ εμνησθη εσχατα αυτης και κατεβιβασεν υπερογκα ουκ εστιν ο παρακαλων αυτην ιδε κυριε την ταπεινωσιν μου οτι εμεγαλυνθη εχθρος
Dt 32:29 - ουκ εφρονησαν συνιεναι ταυτα καταδεξασθωσαν εις τον επιοντα χρονον

Verš 11
πας ο λαος αυτης καταστεναζοντες ζητουντες αρτον εδωκαν τα επιθυμηματα αυτης εν βρωσει του επιστρεψαι ψυχην ιδε κυριε και επιβλεψον οτι εγενηθην ητιμωμενη
Jer 52:6 - εν τη ενατη του μηνος και εστερεωθη ο λιμος εν τη πολει και ουκ ησαν αρτοι τω λαω της γης

Verš 16
ο οφθαλμος μου κατηγαγεν υδωρ οτι εμακρυνθη απ' εμου ο παρακαλων με ο επιστρεφων ψυχην μου εγενοντο οι υιοι μου ηφανισμενοι οτι εκραταιωθη ο εχθρος
Jer 13:17 - εαν δε μη ακουσητε κεκρυμμενως κλαυσεται η ψυχη υμων απο προσωπου υβρεως και καταξουσιν οι οφθαλμοι υμων δακρυα οτι συνετριβη το ποιμνιον κυριου

Verš 19
εκαλεσα τους εραστας μου αυτοι δε παρελογισαντο με οι ιερεις μου και οι πρεσβυτεροι μου εν τη πολει εξελιπον οτι εζητησαν βρωσιν αυτοις ινα επιστρεψωσιν ψυχας αυτων και ουχ ευρον
Jer 30:14 - δια τουτο ακουσατε βουλην κυριου ην εβουλευσατο επι την ιδουμαιαν και λογισμον αυτου ον ελογισατο επι τους κατοικουντας θαιμαν εαν μη συμψησθωσιν τα ελαχιστα των προβατων εαν μη αβατωθη επ' αυτην καταλυσις αυτων

Verš 20
ιδε κυριε οτι θλιβομαι η κοιλια μου εταραχθη και η καρδια μου εστραφη εν εμοι οτι παραπικραινουσα παρεπικρανα εξωθεν ητεκνωσεν με μαχαιρα ωσπερ θανατος εν οικω
Iz 16:11 - δια τουτο η κοιλια μου επι μωαβ ως κιθαρα ηχησει και τα εντος μου ωσει τειχος ο ενεκαινισας
Jer 48:36 -

Nar 1,0 - Úvodný verš, ktorý obsahuje poznámku o vzniku Nárekov, prekladáme z Vulg. V pôvodine ho niet, ani nepatrí k pôvodnému dielu. Je i v LXX, no trocha kratší.

Nar 1,1 - Prorok vo svojich nárekoch často a hneď aj tu na začiatku zosobňuje Jeruzalem. Mesto ovdovelo, lebo ho opustil Boh (porov. pozn. k Iz 50,1 n.). Kedysi, najmä za časov Dávida a Šalamúna, platili Izraelu poplatky cudzie národy, teraz je Izrael pod cudzím jarmom.

Nar 1,2 - Milenci Izraela boli pohanské národy a ich modly, pre ktoré opustil Pána; porov. Jer 2,25; 3,1 n.; 4,30 atď.

Nar 1,5 - Miesto "triumfujú" znie doslovne: "stali sa hlavou", t. j. dostali sa na vrch.

Nar 1,7 - Dva polstichy, ktoré sme dali do zátvoriek, nepatria do pôvodnej osnovy.

Nar 1,8 - Jeruzalem sa predstavuje zas ako žena v šatách s dlhými, ale nečistými vlečkami.

Nar 1,10 - Dt 23,2-4 sú vypočítané národy, ktoré nesmeli vkročiť ani do svätostánku (neskoršie chrámu), ani do jeho nádvoria.

Nar 1,11 - O hlade v meste pozri Jer 38,9.

Nar 1,12 - Začiatok verša je v hebrejskej osnove porušený, prekladáme ho podľa LXX a Vulg.

Nar 1,13 - Výraz: "pokarhal ma" prekladáme podľa Vulg. V hebr. texte je osnova neistá.

Nar 1,14 - Verš je neistý, ale jeho zmysel môže byť len tento: Jeruzalem sa žaluje: Z mojich hriechov sú upletené povrazy, ktoré Boh drží vo svojich rukách a ktorými mám na šiju pripevnené jarmo. Množstvo mojich hriechov je také veľké, že sa topím v nich, preto ma Pán vydal do rúk nepriateľov, od ktorých sa nemôžem oslobodiť. - Vulg prekladá začiatok: "Bedlil (Pán; t. j. pozoroval) nad jarmom mojich vín".

Nar 1,15 - Deň odplaty bol pre Pána sviatok. - O šliapaní nepriateľov v lise pozri Iz 63,1 n.

Nar 1,20 - Vnútro (doslovne: vnútornosti, črevá) je sídlo citov, podobne ako obličky. Porov. Jer 4,19.

Nar 1,21 - Ohlásený deň je deň, keď na mesto dopadol Bohom predpovedaný trest. Nepriatelia sa tešili, že Boh už nielen hovoril, ale aj konal: trestal národ.