výhody registrácie

Kniha proroka Jeremiáša

Biblia - Sväté písmo

(LXX - Grécky - LXX)

Jer 38, 1-40

1 (LXX) εν τω χρονω εκεινω ειπεν κυριος εσομαι εις θεον τω γενει ισραηλ και αυτοι εσονται μοι εις λαον
1 (ROH) Ale počul Šefatiáš, syn Mattánov, a Gedaliáš, syn Pašchúrov, a Júchal, syn Šelemiášov, a Pašchúr, syn Malkiášov, slová, ktoré hovoril Jeremiáš všetkému ľudu a vravel:

2 (LXX) ουτως ειπεν κυριος ευρον θερμον εν ερημω μετα ολωλοτων εν μαχαιρα βαδισατε και μη ολεσητε τον ισραηλ
2 (ROH) Takto hovorí Hospodin: Ten, kto zostane bývať v tomto meste, zomrie mečom, hladom, alebo morom, a ten, kto vyjde k Chaldejom, bude žiť, a jeho duša mu bude za korisť, a zostane na žive.

3 (LXX) κυριος πορρωθεν ωφθη αυτω αγαπησιν αιωνιαν ηγαπησα σε δια τουτο ειλκυσα σε εις οικτιρημα
3 (ROH) Takto hovorí Hospodin: Istotne bude vydané toto mesto do ruky vojska babylonského kráľa, a vezme ho.

4 (LXX) ετι οικοδομησω σε και οικοδομηθηση παρθενος ισραηλ ετι λημψη τυμπανον σου και εξελευση μετα συναγωγης παιζοντων
4 (ROH) A kniežatá povedaly kráľovi: Nože nech zomrie ten človek, pretože oslabuje ruky bojovných mužov, ktorí ešte pozostali v tomto meste, i ruky všetkého ľudu hovoriac im tomu podobné slová. Lebo ten človek nehľadá pokoja tohoto ľudu, ale iba zlé.

5 (LXX) ετι φυτευσατε αμπελωνας εν ορεσιν σαμαρειας φυτευσατε και αινεσατε
5 (ROH) A kráľ Cedekiáš povedal: Hľa, je vo vašej ruke, lebo kráľ nemôže ničoho proti vám.

6 (LXX) οτι εστιν ημερα κλησεως απολογουμενων εν ορεσιν εφραιμ αναστητε και αναβητε εις σιων προς κυριον τον θεον ημων
6 (ROH) Vtedy vzali Jeremiáša a hodili ho do jamy Malkiáša, syna kráľovho, ktorá bola vo dvore stráže, a spustili Jeremiáša po povrazoch. A v jame nebolo vody, ale tam bolo blato. A tak sa Jeremiáš zanoril do blata.

7 (LXX) οτι ουτως ειπεν κυριος τω ιακωβ ευφρανθητε και χρεμετισατε επι κεφαλην εθνων ακουστα ποιησατε και αινεσατε ειπατε εσωσεν κυριος τον λαον αυτου το καταλοιπον του ισραηλ
7 (ROH) Ale keď počul Ethiop Ebed-melech, eunuch, ktorý bol v dome kráľovom, že dali Jeremiáša do jamy - a kráľ sedel v bráne Benjaminovej -,

8 (LXX) ιδου εγω αγω αυτους απο βορρα και συναξω αυτους απ' εσχατου της γης εν εορτη φασεκ και τεκνοποιηση οχλον πολυν και αποστρεψουσιν ωδε
8 (ROH) vtedy vyšiel Ebed-melech z domu kráľovho a hovoril kráľovi a riekol:

9 (LXX) εν κλαυθμω εξηλθον και εν παρακλησει αναξω αυτους αυλιζων επι διωρυγας υδατων εν οδω ορθη και ου μη πλανηθωσιν εν αυτη οτι εγενομην τω ισραηλ εις πατερα και εφραιμ πρωτοτοκος μου εστιν
9 (ROH) Môj pán kráľ, zle urobili tí mužovia všetko to, čo urobili prorokovi Jeremiášovi, že ho hodili do tej jamy, lebo zomrie na mieste, kde je, od hladu, lebo už neni chleba v meste.

10 (LXX) ακουσατε λογον κυριου εθνη και αναγγειλατε εις νησους τας μακροτερον ειπατε ο λικμησας τον ισραηλ συναξει αυτον και φυλαξει αυτον ως ο βοσκων το ποιμνιον αυτου
10 (ROH) Vtedy rozkázal kráľ Ethiopovi Ebed-melechovi a riekol: Vezmi odtiaľto tridsiatich mužov so sebou a vytiahneš proroka Jeremiáša von z jamy, prv ako by zomrel.

11 (LXX) οτι ελυτρωσατο κυριος τον ιακωβ εξειλατο αυτον εκ χειρος στερεωτερων αυτου
11 (ROH) A Ebed-melech vzal so sebou mužov a vošiel do domu kráľovho pod pokladnicu a nabral odtiaľ handier z potrhaných a handier zo starých hábov zodraných a spustil ich po povrazoch k Jeremiášovi do jamy.

12 (LXX) και ηξουσιν και ευφρανθησονται εν τω ορει σιων και ηξουσιν επ' αγαθα κυριου επι γην σιτου και οινου και καρπων και κτηνων και προβατων και εσται η ψυχη αυτων ωσπερ ξυλον εγκαρπον και ου πεινασουσιν ετι
12 (ROH) A Ethiop Ebed-melech povedal Jeremiášovi: Nože si podlož handry z tých potrhaných a starých hábov zodraných pod pazuchy svojich rúk, pod povrazy. A Jeremiáš urobil tak.

13 (LXX) τοτε χαρησονται παρθενοι εν συναγωγη νεανισκων και πρεσβυται χαρησονται και στρεψω το πενθος αυτων εις χαρμονην και ποιησω αυτους ευφραινομενους
13 (ROH) A ťahali Jeremiáša povrazmi, až ho i vytiahli hore z jamy. A Jeremiáš sedel zase vo dvore stráže.

14 (LXX) μεγαλυνω και μεθυσω την ψυχην των ιερεων υιων λευι και ο λαος μου των αγαθων μου εμπλησθησεται
14 (ROH) Potom poslal kráľ Cedekiáš a vzal proroka Jeremiáša k sebe do tretieho vchodu, ktorý bol v dome Hospodinovom. A kráľ povedal Jeremiášovi: Opýtam sa ťa na niečo; nezataj predo mnou ničoho.

15 (LXX) ουτως ειπεν κυριος φωνη εν ραμα ηκουσθη θρηνου και κλαυθμου και οδυρμου ραχηλ αποκλαιομενη ουκ ηθελεν παυσασθαι επι τοις υιοις αυτης οτι ουκ εισιν
15 (ROH) A Jeremiáš odpovedal Cedekiášovi: Keď ti oznámim, či ma azda neusmrtíš? A keď ti poradím, neposlúchneš ma.

16 (LXX) ουτως ειπεν κυριος διαλιπετω η φωνη σου απο κλαυθμου και οι οφθαλμοι σου απο δακρυων σου οτι εστιν μισθος τοις σοις εργοις και επιστρεψουσιν εκ γης εχθρων
16 (ROH) Vtedy prisahal kráľ Cedekiáš Jeremiášovi tajne a povedal: Ako že žije Hospodin, ktorý nám učinil túto dušu, že ťa neusmrtím ani ťa nevydám do ruky tých mužov, ktorí hľadajú tvoju dušu.

17 (LXX) μονιμον τοις σοις τεκνοις
17 (ROH) Na to povedal Jeremiáš Cedekiášovi: Takto hovorí Hospodin, Bôh Zástupov, Bôh Izraelov: Ak naozaj vyjdeš ku kniežatám babylonského kráľa, tvoja duša bude žiť, a toto mesto nebude spálené ohňom, a budeš žiť i ty i tvoj dom.

18 (LXX) ακοην ηκουσα εφραιμ οδυρομενου επαιδευσας με και επαιδευθην εγω ωσπερ μοσχος ουκ εδιδαχθην επιστρεψον με και επιστρεψω οτι συ κυριος ο θεος μου
18 (ROH) Ale ak nevyjdeš ku kniežatám babylonského kráľa, vtedy bude toto mesto vydané do ruky Chaldejov, a spália ho ohňom, a ty neujdeš ich ruke.

19 (LXX) οτι υστερον αιχμαλωσιας μου μετενοησα και υστερον του γνωναι με εστεναξα εφ' ημερας αισχυνης και υπεδειξα σοι οτι ελαβον ονειδισμον εκ νεοτητος μου
19 (ROH) Vtedy riekol kráľ Cedekiáš Jeremiášovi: Bojím sa Židov, ktorí prebehli ku Chaldejom, aby ma nevydali do ich ruky, a spravili by si zo mňa posmech.

20 (LXX) υιος αγαπητος εφραιμ εμοι παιδιον εντρυφων οτι ανθ' ων οι λογοι μου εν αυτω μνεια μνησθησομαι αυτου δια τουτο εσπευσα επ' αυτω ελεων ελεησω αυτον φησιν κυριος
20 (ROH) Ale Jeremiáš povedal: Nevydajú. Počuj, prosím, na hlas Hospodina v tom, čo ti hovorím, a bude ti dobre, a tvoja duša bude žiť.

21 (LXX) στησον σεαυτην σιων ποιησον τιμωριαν δος καρδιαν σου εις τους ωμους οδον ην επορευθης αποστραφητι παρθενος ισραηλ αποστραφητι εις τας πολεις σου πενθουσα
21 (ROH) Ale keď odoprieš vyjsť, toto je slovo, ktoré mi ukázal Hospodin:

22 (LXX) εως ποτε αποστρεψεις θυγατηρ ητιμωμενη οτι εκτισεν κυριος σωτηριαν εις καταφυτευσιν καινην εν σωτηρια περιελευσονται ανθρωποι
22 (ROH) A hľa, všetky ženy, ktoré pozostaly v dome judského kráľa, budú vyvedené ku kniežatám babylonského kráľa, a ony samy povedia: Zviedli ťa a premohli tvoji dôverní priatelia; tvoje nohy sú ponorené v bahne, uhly nazad.

23 (LXX) ουτως ειπεν κυριος ετι ερουσιν τον λογον τουτον εν γη ιουδα και εν πολεσιν αυτου οταν αποστρεψω την αιχμαλωσιαν αυτου ευλογημενος κυριος επι δικαιον ορος το αγιον αυτου
23 (ROH) A vyvedú všetky tvoje ženy i tvojich synov k Chaldejom, a ty neujdeš ich ruke, ale rukou babylonského kráľa budeš lapený, a toto mesto spáliš ohňom.

24 (LXX) και ενοικουντες εν ταις πολεσιν ιουδα και εν παση τη γη αυτου αμα γεωργω και αρθησεται εν ποιμνιω
24 (ROH) Vtedy povedal Cedekiáš Jeremiášovi: Nech sa nikto nedozvie týchto slov, aby si nezomrel!

25 (LXX) οτι εμεθυσα πασαν ψυχην διψωσαν και πασαν ψυχην πεινωσαν ενεπλησα
25 (ROH) A keď počujú kniežatá, že som hovoril s tebou, a prijdú k tebe a povedia ti: Nože nám oznám, čo si hovoril kráľovi, nezataj pred nami, a neusmrtíme ťa. A čo ti hovoril kráľ?

26 (LXX) δια τουτο εξηγερθην και ειδον και ο υπνος μου ηδυς μοι εγενηθη
26 (ROH) Vtedy im povieš: Predkladal som svoju pokornú prosbu pred kráľa, aby ma nedal odviesť nazpät do domu Jonatánovho, aby som tam nezomrel.

27 (LXX) δια τουτο ιδου ημεραι ερχονται φησιν κυριος και σπερω τον ισραηλ και τον ιουδαν σπερμα ανθρωπου και σπερμα κτηνους
27 (ROH) A prišly všetky kniežatá k Jeremiášovi a pýtaly sa ho. A oznámil im podľa všetkých tých slov, ktoré prikázal kráľ. A tak mlčiac odišly od neho, lebo sa nepočula vec.

28 (LXX) και εσται ωσπερ εγρηγορουν επ' αυτους καθαιρειν και κακουν ουτως γρηγορησω επ' αυτους του οικοδομειν και καταφυτευειν φησιν κυριος
28 (ROH) A Jeremiáš sedel vo dvore stráže až do dňa, v ktorom bol vzatý Jeruzalem. A stalo sa, keď bol vzatý Jeruzalem:

29 (LXX) εν ταις ημεραις εκειναις ου μη ειπωσιν οι πατερες εφαγον ομφακα και οι οδοντες των τεκνων ημωδιασαν
29 ----

30 (LXX) αλλ' η εκαστος εν τη εαυτου αμαρτια αποθανειται και του φαγοντος τον ομφακα αιμωδιασουσιν οι οδοντες αυτου
30 ----

31 (LXX) ιδου ημεραι ερχονται φησιν κυριος και διαθησομαι τω οικω ισραηλ και τω οικω ιουδα διαθηκην καινην
31 ----

32 (LXX) ου κατα την διαθηκην ην διεθεμην τοις πατρασιν αυτων εν ημερα επιλαβομενου μου της χειρος αυτων εξαγαγειν αυτους εκ γης αιγυπτου οτι αυτοι ουκ ενεμειναν εν τη διαθηκη μου και εγω ημελησα αυτων φησιν κυριος
32 ----

33 (LXX) οτι αυτη η διαθηκη ην διαθησομαι τω οικω ισραηλ μετα τας ημερας εκεινας φησιν κυριος διδους δωσω νομους μου εις την διανοιαν αυτων και επι καρδιας αυτων γραψω αυτους και εσομαι αυτοις εις θεον και αυτοι εσονται μοι εις λαον
33 ----

34 (LXX) και ου μη διδαξωσιν εκαστος τον πολιτην αυτου και εκαστος τον αδελφον αυτου λεγων γνωθι τον κυριον οτι παντες ειδησουσιν με απο μικρου αυτων και εως μεγαλου αυτων οτι ιλεως εσομαι ταις αδικιαις αυτων και των αμαρτιων αυτων ου μη μνησθω ετι
34 ----

35 (LXX) εαν υψωθη ο ουρανος εις το μετεωρον φησιν κυριος και εαν ταπεινωθη το εδαφος της γης κατω και εγω ουκ αποδοκιμω το γενος ισραηλ φησιν κυριος περι παντων ων εποιησαν
35 ----

36 (LXX) ουτως ειπεν κυριος ο δους τον ηλιον εις φως της ημερας σεληνην και αστερας εις φως της νυκτος και κραυγην εν θαλασση και εβομβησεν τα κυματα αυτης κυριος παντοκρατωρ ονομα αυτω
36 ----

37 (LXX) εαν παυσωνται οι νομοι ουτοι απο προσωπου μου φησιν κυριος και το γενος ισραηλ παυσεται γενεσθαι εθνος κατα προσωπον μου πασας τας ημερας
37 ----

38 (LXX) ιδου ημεραι ερχονται φησιν κυριος και οικοδομηθησεται πολις τω κυριω απο πυργου αναμεηλ εως πυλης της γωνιας
38 ----

39 (LXX) και εξελευσεται η διαμετρησις αυτης απεναντι αυτων εως βουνων γαρηβ και περικυκλωθησεται κυκλω εξ εκλεκτων λιθων
39 ----

40 (LXX) και παντες ασαρημωθ εως ναχαλ κεδρων εως γωνιας πυλης ιππων ανατολης αγιασμα τω κυριω και ουκετι ου μη εκλιπη και ου μη καθαιρεθη εως του αιωνος
40 ----


Jer 38, 1-40





Verš 16
ουτως ειπεν κυριος διαλιπετω η φωνη σου απο κλαυθμου και οι οφθαλμοι σου απο δακρυων σου οτι εστιν μισθος τοις σοις εργοις και επιστρεψουσιν εκ γης εχθρων
Iz 57:16 - ουκ εις τον αιωνα εκδικησω υμας ουδε δια παντος οργισθησομαι υμιν πνευμα γαρ παρ' εμου εξελευσεται και πνοην πασαν εγω εποιησα

Verš 2
ουτως ειπεν κυριος ευρον θερμον εν ερημω μετα ολωλοτων εν μαχαιρα βαδισατε και μη ολεσητε τον ισραηλ
Jer 21:9 - ο καθημενος εν τη πολει ταυτη αποθανειται εν μαχαιρα και εν λιμω και ο εκπορευομενος προσχωρησαι προς τους χαλδαιους τους συγκεκλεικοτας υμας ζησεται και εσται η ψυχη αυτου εις σκυλα και ζησεται

Jer 38,2 - K výrazom pozri 21,9.

Jer 38,7 - O Benjamínovej bráne pozri pozn. k 37,13.

Jer 38,10 - Miesto "tridsať" je azda lepšie čítať "troch". Na túto robotu stačili traja chlapi.

Jer 38,27 - Jeremiáš neluhal, lebo skutočne prosil kráľa, aby ho neposlal späť do domu Jonatánovho, porov. 37,20.