výhody registrácie

Kniha Jób

Biblia - Sväté písmo

(LXX - Grécky - LXX)

Jób 7, 1-21

1 (LXX) ποτερον ουχι πειρατηριον εστιν ο βιος ανθρωπου επι της γης και ωσπερ μισθιου αυθημερινου η ζωη αυτου
1 (ROH) Či nemá človek vojenia na zemi? A jeho dni sú jako dni nájomníka.

2 (LXX) η ωσπερ θεραπων δεδοικως τον κυριον αυτου και τετευχως σκιας η ωσπερ μισθωτος αναμενων τον μισθον αυτου
2 (ROH) Jako sluha, ktorý dychtí po tôni, jako nájomník, ktorý túžobne očakáva plat za svoju prácu,

3 (LXX) ουτως καγω υπεμεινα μηνας κενους νυκτες δε οδυνων δεδομεναι μοι εισιν
3 (ROH) tak sú mi nadedené mesiace márnosti a tak mi načítali nocí trápenia.

4 (LXX) εαν κοιμηθω λεγω ποτε ημερα ως δ' αν αναστω παλιν ποτε εσπερα πληρης δε γινομαι οδυνων απο εσπερας εως πρωι
4 (ROH) Keď ležím, hovorím: Kedyže už vstanem? Ale zase sa tiahne večer, a tak som sýty prehadzovania sa až do mraku.

5 (LXX) φυρεται δε μου το σωμα εν σαπρια σκωληκων τηκω δε βωλακας γης απο ιχωρος ξυων
5 (ROH) Moje telo sa odialo červy a kôrou prachu; moja koža sa svraštila a tečie hnisom.

6 (LXX) ο δε βιος μου εστιν ελαφροτερος λαλιας απολωλεν δε εν κενη ελπιδι
6 (ROH) Moje dni sú rýchlejšie ako člnok tkáča a míňajú sa bez nádeje.

7 (LXX) μνησθητι ουν οτι πνευμα μου η ζωη και ουκετι επανελευσεται ο οφθαλμος μου ιδειν αγαθον
7 (ROH) Pamätaj, že môj život je ako vietor; moje oko už viacej neuvidí dobrého;

8 (LXX) ου περιβλεψεται με οφθαλμος ορωντος με οι οφθαλμοι σου εν εμοι και ουκετι ειμι
8 (ROH) neuzrie ma oko toho, kto ma vidí; tvoje oči pozrú na mňa, a mňa už nebude.

9 (LXX) ωσπερ νεφος αποκαθαρθεν απ' ουρανου εαν γαρ ανθρωπος καταβη εις αδην ουκετι μη αναβη
9 (ROH) Jako zaniká oblak a ide ta, taký je aj ten, kto sostupuje do hrobu; nevyjde zase hore;

10 (LXX) ουδ' ου μη επιστρεψη ετι εις τον ιδιον οικον ουδε μη επιγνω αυτον ετι ο τοπος αυτου
10 (ROH) nenavráti sa viacej do svojho domu, ani ho viacej nepozná jeho miesto.

11 (LXX) αταρ ουν ουδε εγω φεισομαι τω στοματι μου λαλησω εν αναγκη ων ανοιξω πικριαν ψυχης μου συνεχομενος
11 (ROH) Preto ani ja nebudem zdŕžať svoje ústa; hovoriť budem v úzkosti svojho ducha; vravieť budem v horkosti svojej duše.

12 (LXX) ποτερον θαλασσα ειμι η δρακων οτι κατεταξας επ' εμε φυλακην
12 (ROH) Či som ja azda morom, či azda morskou obludou, že si postavil proti mne stráž?

13 (LXX) ειπα οτι παρακαλεσει με η κλινη μου ανοισω δε προς εμαυτον ιδια λογον τη κοιτη μου
13 (ROH) Keď poviem: Moja posteľ ma poteší, moja loža pozdvihne v mojom náreku;

14 (LXX) εκφοβεις με ενυπνιοις και εν οραμασιν με καταπλησσεις
14 (ROH) vtedy ma strašíš snami a desíš ma videniami,

15 (LXX) απαλλαξεις απο πνευματος μου την ψυχην μου απο δε θανατου τα οστα μου
15 (ROH) takže si moja duša volí zaškrtenie, radšej smrť ako také moje kosti.

16 (LXX) ου γαρ εις τον αιωνα ζησομαι ινα μακροθυμησω αποστα απ' εμου κενος γαρ μου ο βιος
16 (ROH) Opovrhujem životom, veď i tak nebudem žiť naveky. Nechaj ma, lebo moje dni sú márnosť.

17 (LXX) τι γαρ εστιν ανθρωπος οτι εμεγαλυνας αυτον η οτι προσεχεις τον νουν εις αυτον
17 (ROH) Čo je smrteľný človek, že ho tak zvelebuješ a že obraciaš k nemu svoje srdce a všímaš si ho?

18 (LXX) η επισκοπην αυτου ποιηση εως το πρωι και εις αναπαυσιν αυτον κρινεις
18 (ROH) A že ho navštevuješ každého rána, zkúšaš ho každej chvíle?

19 (LXX) εως τινος ουκ εας με ουδε προιη με εως αν καταπιω τον πτυελον μου εν οδυνη
19 (ROH) Jako dlho to bude ešte trvať, čo neodvrátiš odo mňa svojho zraku? Prečo ma nepustíš, aspoň dokiaľ neprehltnem svojej sliny?

20 (LXX) ει εγω ημαρτον τι δυναμαι σοι πραξαι ο επισταμενος τον νουν των ανθρωπων δια τι εθου με κατεντευκτην σου ειμι δε επι σοι φορτιον
20 (ROH) Zhrešil som; čo ti mám učiniť, ó, ty, ktorý strežieš ľudí? Prečo si si ma postavil za cieľ, aby som bol sám sebe bremenom?

21 (LXX) και δια τι ουκ εποιησω της ανομιας μου ληθην και καθαρισμον της αμαρτιας μου νυνι δε εις γην απελευσομαι ορθριζων δε ουκετι ειμι
21 (ROH) A prečo neodpustíš môjho prestúpenia a neodnímeš mojej neprávosti? Lebo teraz už ľahnem do prachu, a keď ma budeš ráno hľadať, nebude ma.


Jób 7, 1-21





Verš 16
ου γαρ εις τον αιωνα ζησομαι ινα μακροθυμησω αποστα απ' εμου κενος γαρ μου ο βιος
Ž 62:9 - εκολληθη η ψυχη μου οπισω σου εμου αντελαβετο η δεξια σου
Ž 144:4 - γενεα και γενεα επαινεσει τα εργα σου και την δυναμιν σου απαγγελουσιν

Verš 17
τι γαρ εστιν ανθρωπος οτι εμεγαλυνας αυτον η οτι προσεχεις τον νουν εις αυτον
Ž 8:4 - οτι οψομαι τους ουρανους εργα των δακτυλων σου σεληνην και αστερας α συ εθεμελιωσας
Ž 144:3 - μεγας κυριος και αινετος σφοδρα και της μεγαλωσυνης αυτου ουκ εστιν περας
Heb 2:6 -

Verš 7
μνησθητι ουν οτι πνευμα μου η ζωη και ουκετι επανελευσεται ο οφθαλμος μου ιδειν αγαθον
Jób 8:9 - χθιζοι γαρ εσμεν και ουκ οιδαμεν σκια γαρ εστιν ημων επι της γης ο βιος
Jób 14:1 - βροτος γαρ γεννητος γυναικος ολιγοβιος και πληρης οργης
Jób 16:22 - ετη δε αριθμητα ηκασιν οδω δε η ουκ επαναστραφησομαι πορευσομαι
Ž 90:5 - ου φοβηθηση απο φοβου νυκτερινου απο βελους πετομενου ημερας
Ž 90:9 - οτι συ κυριε η ελπις μου τον υψιστον εθου καταφυγην σου
Ž 102:11 - οτι κατα το υψος του ουρανου απο της γης εκραταιωσεν κυριος το ελεος αυτου επι τους φοβουμενους αυτον
Ž 103:15 - και οινος ευφραινει καρδιαν ανθρωπου του ιλαρυναι προσωπον εν ελαιω και αρτος καρδιαν ανθρωπου στηριζει
Ž 144:4 - γενεα και γενεα επαινεσει τα εργα σου και την δυναμιν σου απαγγελουσιν
Iz 40:6 - φωνη λεγοντος βοησον και ειπα τι βοησω πασα σαρξ χορτος και πασα δοξα ανθρωπου ως ανθος χορτου
Jak 4:14 -
1Pt 1:24 -

Job 7,2 - Nádenník túžobne čaká na svoju mzdu, ktorá pozostávala nie tak v peniazoch, ako v naturáliách. Tieto dostával nádenník podľa povahy odmeny denne alebo podľa ujednania (napr. pastier dostával svoju odmenu raz do roka podľa množstva dobytčieho dorastu: porov. Lv 19,13; Dt 24,14 n.).

Job 7,5 - Slová živo poukazujú na povahu Jóbovej choroby (porov. poznámku k 2,7).

Job 7,6 - Keďže Jóbova choroba tak sa rozmohla, že mu pokryla celé telo, Jób sa správne nazdáva, že sa mu už urýchlene blíži koniec života, a tak nastáva preňho aj úplná záhuba.

Job 7,12 - Jób vo svojich bolestiach nenachádza pokoja. Svojím nepokojom podobá sa rozbúrenému moru alebo veľkým morským rybám, ktoré zdanlivo nikdy nespia, ani si neodpočinú od plávania.

Job 7,22 - Ak Boh neodpustí Jóbovi v krátkom čase, musí Jób zomrieť, a potom Boh, i keby chcel, nemôže mu už nijaké dobrodenie preukázať.