| Kniha JóbBiblia - Sväté písmo(GRM - Grécky - Moderný) | Jób 31, 1-40 |
1 Jób 31, 1 Εκαμον συνθηκην μετα των οφθαλμων μου· και πως να εχω τον στοχασμον μου επι παρθενον; 2 Jób 31, 2 και τι το μεριδιον παρα Θεου ανωθεν; και η κληρονομια του Παντοδυναμου εκ των υψηλων; 3 Jób 31, 3 Ουχι αφανισμος δια τον ασεβη; και ταλαιπωρια δια τους εργατας της ανομιας; 4 Jób 31, 4 δεν βλεπει αυτος τας οδους μου και απαριθμει παντα τα βηματα μου; 5 Jób 31, 5 Εαν περιεπατησα με ψευδος, η ο πους μου εσπευσεν εις δολον, 6 Jób 31, 6 ας με ζυγιση δια της σταθμης της δικαιοσυνης και ας γνωριση ο Θεος την ακεραιοτητα μου· 7 Jób 31, 7 αν το βημα μου εξετραπη απο της οδου και η καρδια μου επηκολουθησε τους οφθαλμους μου, και αν κηλις προσεκολληθη εις τας χειρας μου· 8 Jób 31, 8 να σπειρω, και αλλος να φαγη· και να εκριζωθωσιν οι εκγονοι μου. 9 Jób 31, 9 Αν η καρδια μου ηπατηθη υπο γυναικος, η παρεμονευσα εις την θυραν του πλησιον μου, 10 Jób 31, 10 η γυνη μου να αλεση δι' αλλον, και αλλοι να πεσωσιν επ' αυτην. 11 Jób 31, 11 Διοτι μιαρον ανομημα τουτο και αμαρτημα καταδικον· 12 Jób 31, 12 διοτι ειναι πυρ κατατρωγον μεχρις αφανισμου, και ηθελεν εκριζωσει παντα τα γεννηματα μου. 13 Jób 31, 13 Αν κατεφρονησα την κρισιν του δουλου μου η της δουλης μου, οτε διεφεροντο προς εμε, 14 Jób 31, 14 τι θελω καμει τοτε, οταν εγερθη ο Θεος; και οταν επισκεφθη, τι θελω αποκριθη προς αυτον; 15 Jób 31, 15 Ο ποιησας εμε εν τη κοιλια, δεν εποιησε και εκεινον; και δεν εμορφωσεν ημας ο αυτος εν τη μητρα; 16 Jób 31, 16 Αν ηρνηθην την επιθυμιαν των πτωχων, η εμαρανα τους οφθαλμους της χηρας, 17 Jób 31, 17 η εφαγον μονος τον αρτον μου, και ο ορφανος δεν εφαγεν εξ αυτου· 18 Jób 31, 18 διοτι ο μεν εκ νεοτητος μου ετρεφετο μετ' εμου, ως μετα πατρος, την δε εκ κοιλιας της μητρος μου ωδηγησα· 19 Jób 31, 19 αν ειδον τινα απολλυμενον δι' ελλειψιν ενδυματος η πτωχον χωρις σκεπασματος, 20 Jób 31, 20 αν οι νεφροι αυτου δεν με ευλογησαν και δεν εθερμανθη με το μαλλιον των προβατων μου, 21 Jób 31, 21 αν εσηκωσα την χειρα μου κατα του ορφανου, βλεπων οτι υπερισχυον εν τη πυλη, 22 Jób 31, 22 να πεση ο βραχιων μου εκ του ωμου, και η χειρ μου να συντριφθη εκ του αγκωνος. 23 Jób 31, 23 Διοτι ο παρα του Θεου ολεθρος ητο εις εμε φρικη και δια την μεγαλειοτητα αυτου δεν ηθελον δυνηθη να ανθεξω. 24 Jób 31, 24 Αν εθεσα εις το χρυσιον την ελπιδα μου, η ειπα προς το καθαρον χρυσιον, Συ εισαι το θαρρος μου, 25 Jób 31, 25 αν ευφρανθην διοτι ο πλουτος μου ητο μεγας και διοτι η χειρ μου ευρηκεν αφθονιαν, 26 Jób 31, 26 αν εθεωρουν τον ηλιον αναλαμποντα η την σεληνην περιπατουσαν εν τη λαμπροτητι αυτης, 27 Jób 31, 27 και η καρδια μου εθελχθη κρυφιως, η με το στομα μου εφιλησα την χειρα μου, 28 Jób 31, 28 και τουτο ηθελεν εισθαι ανομημα καταδικον· διοτι ηθελον αρνηθη τον Θεον τον Υψιστον. 29 Jób 31, 29 Αν εχαρην εις τον αφανισμον του μισουντος με, η επεχαρην οτε ευρηκεν αυτον κακον· 30 Jób 31, 30 διοτι ουδε αφηκα το στομα μου να αμαρτηση, ευχομενος καταραν εις την ψυχην αυτου· 31 Jób 31, 31 αν οι ανθρωποι της σκηνης μου δεν ειπον, τις θελει δειξει ανθρωπον μη χορτασθεντα απο των κρεατων αυτου; 32 Jób 31, 32 Ο ξενος δεν διενυκτερευεν εξω· ηνοιγον την θυραν μου εις τον οδοιπορον· 33 Jób 31, 33 αν εσκεπασα την παραβασιν μου ως ο Αδαμ, κρυπτων την ανομιαν μου εν τω κολπω μου· 34 Jób 31, 34 διοτι μηπως εφοβουμην μεγα πληθος, η με ετρομαζεν η καταφρονησις των οικογενειων, ωστε να σιωπησω και να μη εκβω εκ της θυρας; 35 Jób 31, 35 Ω να ητο τις να με ηκουεν. Ιδου, η επιθυμια μου ειναι να απεκρινετο ο Παντοδυναμος εις εμε, και ο αντιδικος μου να εγραφε βιβλιον. 36 Jób 31, 36 Βεβαιως ηθελον βαστασει αυτο επι του ωμου μου, ηθελον περιδεσει αυτο στεφανον επ' εμε· 37 Jób 31, 37 ηθελον φανερωσει προς αυτον τον αριθμον των βηματων μου· ως αρχων ηθελον πλησιασει εις αυτον. 38 Jób 31, 38 Αν ο αγρος μου καταβοα εναντιον μου και κλαιωσιν ομου οι αυλακες αυτου, 39 Jób 31, 39 αν εφαγον τον καρπον αυτον χωρις μισθον, η εκαμον να εκβη η ψυχη των γεωργων αυτου, 40 Jób 31, 40 Ας φυτρωσωσι τριβολοι αντι σιτου και ζιζανια αντι κριθης. Ετελειωσαν οι λογοι του Ιωβ.
| | Jób 31, 1-40 |
Verš 32
Ο ξενος δεν διενυκτερευεν εξω· ηνοιγον την θυραν μου εις τον οδοιπορον·
Heb 13:2 - Την φιλοξενιαν μη λησμονειτε· επειδη δια ταυτης τινες εφιλοξενησαν αγγελους μη γνωριζοντες.
1Pt 4:9 - γινεσθε φιλοξενοι εις αλληλους χωρις γογγυσμων·
Verš 4
δεν βλεπει αυτος τας οδους μου και απαριθμει παντα τα βηματα μου;
2Krn 16:9 - διοτι οι οφθαλμοι του Κυριου περιτρεχουσι δια πασης της γης, δια να δειχθη δυνατος υπερ των εχοντων την καρδιαν αυτων τελειαν προς αυτον· εις τουτο επραξας αφρονως· δια τουτο θελεις εχει πολεμους εις το εξης.
Jób 34:21 - Διοτι οι οφθαλμοι αυτου ειναι επι τας οδους του ανθρωπου, Και βλεπει παντα τα βηματα αυτου.
Prís 5:21 - Διοτι του ανθρωπου αι οδοι ειναι ενωπιον των οφθαλμων του Κυριου, και σταθμιζει πασας τας πορειας αυτου.
Prís 15:3 - Οι οφθαλμοι του Κυριου ειναι εν παντι τοπω, παρατηρουντες κακους και αγαθους.
Jer 32:19 - μεγας εν βουλη και δυνατος εν εργοις· διοτι οι οφθαλμοι σου ειναι ανεωγμενοι επι πασας τας οδους των υιων των ανθρωπων, δια να δωσης εις εκαστον κατα τας οδους αυτου και κατα τον καρπον των εργων αυτου·
Verš 9
Αν η καρδια μου ηπατηθη υπο γυναικος, η παρεμονευσα εις την θυραν του πλησιον μου,
Jób 24:15 - Ο οφθαλμος ομοιως του μοιχου παραφυλαττει το νυκτωμα, λεγων, Οφθαλμος δεν θελει με ιδει· και καλυπτει το προσωπον αυτου.
Prís 7:25 - Ας μη εκκλινη εις τας οδους αυτης η καρδια σου, μη παρεκτραπης εις τας τριβους αυτης.
Verš 14
τι θελω καμει τοτε, οταν εγερθη ο Θεος; και οταν επισκεφθη, τι θελω αποκριθη προς αυτον;
Ž 44:21 - ο Θεος δεν ηθελεν εξετασει τουτο; διοτι αυτος εξευρει τα κρυφια της καρδιας.
Verš 15
Ο ποιησας εμε εν τη κοιλια, δεν εποιησε και εκεινον; και δεν εμορφωσεν ημας ο αυτος εν τη μητρα;
Jób 34:19 - Οστις δεν προσωποληπτει εις αρχοντας ουδε αποβλεπει εις τον πλουσιον μαλλον παρα εις τον πτωχον; επειδη παντες ουτοι ειναι εργον των χειρων αυτου.
Prís 14:31 - Ο καταθλιβων τον πενητα ονειδιζει τον Ποιητην αυτου· ο δε τιμων αυτον ελεει τον πτωχον.
Prís 17:5 - Οστις περιγελα τον πτωχον, ονειδιζει τον Ποιητην αυτου· οστις χαιρει εις συμφορας, δεν θελει μεινει ατιμωρητος.
Verš 24
Αν εθεσα εις το χρυσιον την ελπιδα μου, η ειπα προς το καθαρον χρυσιον, Συ εισαι το θαρρος μου,
Mk 10:24 - Οι δε μαθηται εξεπληττοντο δια τους λογους αυτου. Και ο Ιησους παλιν αποκριθεις λεγει προς αυτους· Τεκνα, ποσον δυσκολον ειναι να εισελθωσιν εις την βασιλειαν του Θεου οι εχοντες το θαρρος αυτων εις τα χρηματα.
1Tim 6:17 - Εις τους πλουσιους του κοσμου τουτου παραγγελλε να μη υψηλοφρονωσι, μηδε να ελπιζωσιν επι την αδηλοτητα του πλουτου, αλλ' επι τον Θεον τον ζωντα, οστις διδει εις ημας πλουσιως παντα εις απολαυσιν,
Verš 25
αν ευφρανθην διοτι ο πλουτος μου ητο μεγας και διοτι η χειρ μου ευρηκεν αφθονιαν,
Ž 62:10 - Μη ελπιζετε επι αδικιαν και επι αρπαγην μη ματαιονεσθε· πλουτος εαν ρεη, μη προσηλονετε την καρδιαν σας.
Verš 26
αν εθεωρουν τον ηλιον αναλαμποντα η την σεληνην περιπατουσαν εν τη λαμπροτητι αυτης,
Dt 4:19 - και μηπως υψωσης τους οφθαλμους σου εις τον ουρανον, και ιδων τον ηλιον και την σεληνην και τα αστρα, πασαν την στρατιαν του ουρανου, πλανηθης και προσκυνησης αυτα και λατρευσης αυτα, τα οποια Κυριος ο Θεος σου διεμοιρασεν εις παντα τα εθνη τα υποκατω παντος του ουρανου·
Verš 29
Αν εχαρην εις τον αφανισμον του μισουντος με, η επεχαρην οτε ευρηκεν αυτον κακον·
Prís 17:5 - Οστις περιγελα τον πτωχον, ονειδιζει τον Ποιητην αυτου· οστις χαιρει εις συμφορας, δεν θελει μεινει ατιμωρητος.
Verš 30
διοτι ουδε αφηκα το στομα μου να αμαρτηση, ευχομενος καταραν εις την ψυχην αυτου·
Mt 5:44 - Εγω ομως σας λεγω, Αγαπατε τους εχθρους σας, ευλογειτε εκεινους, οιτινες σας καταρωνται, ευεργετειτε εκεινους, οιτινες σας μισουσι, και προσευχεσθε υπερ εκεινων, οιτινες σας βλαπτουσι και σας κατατρεχουσι,
Rim 12:14 - Ευλογειτε τους καταδιωκοντας υμας, ευλογειτε και μη καταρασθε.
Job 31,2-4 - Trest patrí hriešnikovi. Ale v čomže majú svoj pôvod moje hrozné utrpenia, keďže sám som nevinný?
Job 31,7 - "Škvrna na dlani prilipnutá" je vlastne nespravodlivo nadobudnutý cudzí majetok.
Job 31,9-12 - Cudzoložstvo.
Job 31,13 - Jób nepoškodil nikdy právo svojich otrokov. Veď pre všetko jeho konanie bola mu smernicou bázeň Božia a súčasne aj úcta pred dôstojnosťou ľudskou, ktorú priznával každému ako sebe rovnému tvoru.
Job 31,21 - Pre svoje vznešené postavenie, aké požíval práve na mestskom súde, mal síce možnosť dopustiť sa aj neprávosti, no svedomie mu to nikdy nedovolilo.
Job 31,27 - "Moju ruku pery bozkali" – bozk tu znamená najskôr nejaký modlársky obrad, ktorým uctievali slnko alebo mesiac.
Job 31,35-37 - Jób chce osvedčenie o svojej nevinnosti predložiť Bohu písomne a podpísať ho vlastným menom (verš 35 ab). Slová "Tu môj znak" v hebrejskom texte doslovne znejú: Tu je písmeno T. (Porov. Ez 9,4 a Zjv 7,3 n., kde znak služobníkov Božích ich mal všetkým urobiť zjavnými.)
Job 31,38-40 - Tieto verše svojím obsahom lepšie by sa pripojili po verši 34.
Job 31,38 - Chudobným bedárom, vdovám a sirotám ulúpené poľnosti nariekajú nad neprávosťou.