výhody registrácie

Kniha Jób

Biblia - Sväté písmo

(LXX - Grécky - LXX)

Jób 24, 1-25

1 (LXX) δια τι δε κυριον ελαθον ωραι
1 (ROH) Prečo nie sú od Všemohúceho ukryté časy, a prečo tí, ktorí ho znajú, nevidia jeho dní?

2 (LXX) ασεβεις δε οριον υπερεβησαν ποιμνιον συν ποιμενι αρπασαντες
2 (ROH) Bezbožníci prenášajú medze, lúpežne zajímajú stádo a pasú.

3 (LXX) υποζυγιον ορφανων απηγαγον και βουν χηρας ηνεχυρασαν
3 (ROH) Sebe odháňajú osla sirôt; berú do zálohu vola vdovy.

4 (LXX) εξεκλιναν αδυνατους εξ οδου δικαιας ομοθυμαδον εκρυβησαν πραεις γης
4 (ROH) Vychyľujú chudobných z cesty, a biedni zeme sa musia skrývať všetci dovedna.

5 (LXX) απεβησαν δε ωσπερ ονοι εν αγρω υπερ εμου εξελθοντες την εαυτων πραξιν ηδυνθη αυτω αρτος εις νεωτερους
5 (ROH) Hľa, jako divokí osli na púšti vychádzajú po svojej práci hľadajúc korisť skoro za rána. Púšť mu dáva chlieb pre jeho deti.

6 (LXX) αγρον προ ωρας ουκ αυτων οντα εθερισαν αδυνατοι δε αμπελωνας ασεβων αμισθι και ασιτι ηργασαντο
6 (ROH) Na poli žnú jeho miešaný krm, a paberkujú vinicu bezbožníka.

7 (LXX) γυμνους πολλους εκοιμισαν ανευ ιματιων αμφιασιν δε ψυχης αυτων αφειλαντο
7 (ROH) Nahí nocujú, bez rúcha, a nieto prikrytia na zime.

8 (LXX) απο ψεκαδων ορεων υγραινονται παρα το μη εχειν αυτους σκεπην πετραν περιεβαλοντο
8 (ROH) Moknú od dažďa vrchov a nemajúc iného útočišťa objímajú skalu.

9 (LXX) ηρπασαν ορφανον απο μαστου εκπεπτωκοτα δε εταπεινωσαν
9 (ROH) Olupujú sirotu o prsia, a to, čo je na biednom, berú do zálohu,

10 (LXX) γυμνους δε εκοιμισαν αδικως πεινωντων δε τον ψωμον αφειλαντο
10 (ROH) takže musia chodiť nahí, bez odevu, a hladní tí, ktorí nosia snopy.

11 (LXX) εν στενοις αδικως ενηδρευσαν οδον δε δικαιαν ουκ ηδεισαν
11 (ROH) Medzi ich múrami tlačia olej; šliapu hrozno v prešoch a sú smädní.

12 (LXX) οι εκ πολεως και οικων ιδιων εξεβαλλοντο ψυχη δε νηπιων εστεναξεν μεγα αυτος δε δια τι τουτων επισκοπην ου πεποιηται
12 (ROH) Ľudia z mesta vzdychajú, a duša ranených volá o pomoc. A Bôh tomu nečiní prietrže.

13 (LXX) επι γης οντων αυτων και ουκ επεγνωσαν οδον δε δικαιοσυνης ουκ ηδεισαν ουδε ατραπους αυτης επορευθησαν
13 (ROH) Oni sú z tých, ktorí sa protivia svetlu; neznajú jeho ciest ani nezotrvávajú na jeho chodníkoch.

14 (LXX) γνους δε αυτων τα εργα παρεδωκεν αυτους εις σκοτος και νυκτος εσται ως κλεπτης
14 (ROH) Na úsvite povstáva vrah; zabíja biedneho a chudobného a vnoci je ako zlodej.

15 (LXX) και οφθαλμος μοιχου εφυλαξεν σκοτος λεγων ου προσνοησει με οφθαλμος και αποκρυβην προσωπου εθετο
15 (ROH) A oko cudzoložníka striehne na mrak a hovorí: Neuvidí ma oko. A zakrýva tvár.

16 (LXX) διωρυξεν εν σκοτει οικιας ημερας εσφραγισαν εαυτους ουκ επεγνωσαν φως
16 (ROH) Za tmy podkopáva domy; vodne sa zamykajú; neznajú svetla.

17 (LXX) οτι ομοθυμαδον το πρωι αυτοις σκια θανατου οτι επιγνωσεται ταραχας σκιας θανατου
17 (ROH) Lebo im všetkým dovedna je ráno tôňou smrti, pretože znajú hrôzy temna smrti.

18 (LXX) ελαφρος εστιν επι προσωπον υδατος καταραθειη η μερις αυτων επι γης
18 (ROH) Ľahký je na povrchu vody; ich diel je zlorečený na zemi; neobráti sa viacej na cestu viníc.

19 (LXX) αναφανειη δε τα φυτα αυτων επι γης ξηρα αγκαλιδα γαρ ορφανων ηρπασαν
19 (ROH) Jako sucho i horúco pohlcujú snežné vody, tak i hrob tých, ktorí hrešia.

20 (LXX) ειτ' ανεμνησθη αυτου η αμαρτια ωσπερ δε ομιχλη δροσου αφανης εγενετο αποδοθειη δε αυτω α επραξεν συντριβειη δε πας αδικος ισα ξυλω ανιατω
20 (ROH) Zabudne ho život matky; sladnúť bude červom; nebude viacej spomínaný, a tak bude neprávosť zlomená jako strom,

21 (LXX) στειραν γαρ ουκ ευ εποιησεν και γυναιον ουκ ηλεησεν
21 (ROH) ten, kto spása, pohlcuje neplodnú, ktorá nerodí, a vdove nečiní dobrého.

22 (LXX) θυμω δε κατεστρεψεν αδυνατους αναστας τοιγαρουν ου μη πιστευση κατα της εαυτου ζωης
22 (ROH) A tak zachvacuje mocných vo svojej sile; keď povstane, nikto neverí v život.

23 (LXX) μαλακισθεις μη ελπιζετω υγιασθηναι αλλα πεσειται νοσω
23 (ROH) Bôh mu dáva, aby žil bezpečne a spoľahol sa; ale jeho oči pozorujú na ich cesty.

24 (LXX) πολλους γαρ εκακωσεν το υψωμα αυτου εμαρανθη δε ωσπερ μολοχη εν καυματι η ωσπερ σταχυς απο καλαμης αυτοματος αποπεσων
24 (ROH) Keď sa povýšia voľačo málo, hneď ich neni, a sú snížení; uchvátení sú jako všetci iní a skosení sú jako vŕšok klasu.

25 (LXX) ει δε μη τις εστιν ο φαμενος ψευδη με λεγειν και θησει εις ουδεν τα ρηματα μου
25 (ROH) A jestli nie je tak, kde kto mi dokáže, že som luhal? A nech obráti moju reč na nič!


Jób 24, 1-25





Verš 2
ασεβεις δε οριον υπερεβησαν ποιμνιον συν ποιμενι αρπασαντες
Dt 19:14 - ου μετακινησεις ορια του πλησιον σου α εστησαν οι πατερες σου εν τη κληρονομια σου η κατεκληρονομηθης εν τη γη η κυριος ο θεος σου διδωσιν σοι εν κληρω
Dt 27:17 - επικαταρατος ο μετατιθεις ορια του πλησιον και ερουσιν πας ο λαος γενοιτο
Prís 22:28 - μη μεταιρε ορια αιωνια α εθεντο οι πατερες σου
Prís 23:10 - μη μεταθης ορια αιωνια εις δε κτημα ορφανων μη εισελθης

Verš 4
εξεκλιναν αδυνατους εξ οδου δικαιας ομοθυμαδον εκρυβησαν πραεις γης
Prís 28:28 - εν τοποις ασεβων στενουσι δικαιοι εν δε τη εκεινων απωλεια πληθυνθησονται δικαιοι

Verš 10
γυμνους δε εκοιμισαν αδικως πεινωντων δε τον ψωμον αφειλαντο
Lv 19:13 - ουκ αδικησεις τον πλησιον και ουχ αρπασεις και ου μη κοιμηθησεται ο μισθος του μισθωτου παρα σοι εως πρωι

Verš 11
εν στενοις αδικως ενηδρευσαν οδον δε δικαιαν ουκ ηδεισαν
Dt 25:4 - ου φιμωσεις βουν αλοωντα
Jak 5:4 -

Verš 14
γνους δε αυτων τα εργα παρεδωκεν αυτους εις σκοτος και νυκτος εσται ως κλεπτης
Ž 10:8 -

Verš 15
και οφθαλμος μοιχου εφυλαξεν σκοτος λεγων ου προσνοησει με οφθαλμος και αποκρυβην προσωπου εθετο
Prís 7:8 - παραπορευομενον παρα γωνιαν εν διοδοις οικων αυτης
Ž 10:11 -

Verš 16
διωρυξεν εν σκοτει οικιας ημερας εσφραγισαν εαυτους ουκ επεγνωσαν φως
Jób 38:15 - αφειλας δε απο ασεβων το φως βραχιονα δε υπερηφανων συνετριψας
Jn 3:20 -

Job 24,6 - Iní spájajú s tým koniec verša 5 a prekladajú: kvôli deťom kosia krmu po poliach a paberkujú vo vinici hriešnika. "Aj za noci" je voľný dodatok.

Job 24,7 - Preto sa v Zákone pamätalo, aby do zálohu vzatý plášť bol vrátený majiteľovi ešte toho dňa.