výhody registrácie

1. kniha kroník

Biblia - Sväté písmo

(LXX - Grécky - LXX)

1Krn 18, 1-17

1 (LXX) και εγενετο μετα ταυτα και επαταξεν δαυιδ τους αλλοφυλους και ετροπωσατο αυτους και ελαβεν την γεθ και τας κωμας αυτης εκ χειρος αλλοφυλων
1 (ROH) A potom sa stalo, že Dávid porazil Filištínov a zohnul ich a vzal Gát i jeho dediny z ruky Filištínov.

2 (LXX) και επαταξεν την μωαβ και ησαν μωαβ παιδες τω δαυιδ φεροντες δωρα
2 (ROH) Porazil aj Moába, a tak boli Moábiti služobníkmi Dávidovi, donášajúcimi dary-poplatky.

3 (LXX) και επαταξεν δαυιδ τον αδρααζαρ βασιλεα σουβα ημαθ πορευομενου αυτου επιστησαι χειρα αυτου επι ποταμον ευφρατην
3 (ROH) Dávid porazil aj Hadarézera, kráľa Cóby, až po Chamat, keď išiel, aby si dobyl panstvo na rieke Eufrate.

4 (LXX) και προκατελαβετο δαυιδ αυτων χιλια αρματα και επτα χιλιαδας ιππων και εικοσι χιλιαδας ανδρων πεζων και παρελυσεν δαυιδ παντα τα αρματα και υπελιπετο εξ αυτων εκατον αρματα
4 (ROH) Dávid zajal od neho tisíc vozov a sedem tisíc jazdcov a dvadsať tisíc mužov peších. A Dávid popodrezoval koňom od všetkých vozov žily a ponechal z toho koní pre sto vozov.

5 (LXX) και ηλθεν συρος εκ δαμασκου βοηθησαι αδρααζαρ βασιλει σουβα και επαταξεν δαυιδ εν τω συρω εικοσι και δυο χιλιαδας ανδρων
5 (ROH) A keď prišiel Sýr z Damašku, aby pomohol Hadarézerovi, kráľovi Cóby, porazil Dávid z Arama dvadsaťdva tisíc mužov.

6 (LXX) και εθετο δαυιδ φρουραν εν συρια τη κατα δαμασκον και ησαν τω δαυιδ εις παιδας φεροντας δωρα και εσωζεν κυριος τον δαυιδ εν πασιν οις επορευετο
6 (ROH) A Dávid osadil stráže v Damašskej Sýrii. A tak boli Sýrovia Dávidovi služobníkmi, donášajúcimi dary. A Hospodin chránil Dávida všade, kamkoľvek išiel.

7 (LXX) και ελαβεν δαυιδ τους κλοιους τους χρυσους οι ησαν επι τους παιδας αδρααζαρ και ηνεγκεν αυτους εις ιερουσαλημ
7 (ROH) Potom vzal Dávid zlaté štíty, ktoré boly na služobníkoch Hadarézerových, a dopravil ich do Jeruzalema.

8 (LXX) και εκ της μεταβηχας και εκ των εκλεκτων πολεων των αδρααζαρ ελαβεν δαυιδ χαλκον πολυν σφοδρα εξ αυτου εποιησεν σαλωμων την θαλασσαν την χαλκην και τους στυλους και τα σκευη τα χαλκα
8 (ROH) A z Tibchatu a z Kúna, z miest Hadarézerových, pobral Dávid veľmi mnoho medi; z nej potom spravil Šalamún to medené more i stĺpy i medené nádoby.

9 (LXX) και ηκουσεν θωα βασιλευς ημαθ οτι επαταξεν δαυιδ την πασαν δυναμιν αδρααζαρ βασιλεως σουβα
9 (ROH) A keď počul Tou, kráľ Chamatu, že Dávid porazil všetko vojsko Hadarézera, kráľa Cóby,

10 (LXX) και απεστειλεν τον ιδουραμ υιον αυτου προς τον βασιλεα δαυιδ του ερωτησαι αυτον τα εις ειρηνην και του ευλογησαι αυτον υπερ ου επολεμησεν τον αδρααζαρ και επαταξεν αυτον οτι ανηρ πολεμιος θωα ην τω αδρααζαρ και παντα τα σκευη αργυρα και χρυσα
10 (ROH) poslal Hadoráma, svojho syna, ku kráľovi Dávidovi, aby ho pozdravil a aby mu blahoželal, že šťastne bojoval proti Hadarézerovi a porazil ho, lebo Hadarézer viedol vojny s Touvom. A všetko, čo doniesol Hadorám, boly zlaté, strieborné a medené nádoby.

11 (LXX) και ταυτα ηγιασεν δαυιδ τω κυριω μετα του αργυριου και του χρυσιου ου ελαβεν εκ παντων των εθνων εξ ιδουμαιας και μωαβ και εξ υιων αμμων και εκ των αλλοφυλων και εξ αμαληκ
11 (ROH) I tie zasvätil kráľ Dávid Hospodinovi so striebrom a zlatom, ktoré podonášal od všetkých národov, od Edoma, Moába, od synov Ammonových a od Filištínov aj od Amalecha.

12 (LXX) και αβεσσα υιος σαρουια επαταξεν την ιδουμαιαν εν κοιλαδι των αλων οκτω και δεκα χιλιαδας
12 (ROH) A Abišai, syn Ceruje, porazil Edoma v Soľnej doline, osemnásť tisíc.

13 (LXX) και εθετο εν τη κοιλαδι φρουρας και ησαν παντες οι ιδουμαιοι παιδες δαυιδ και εσωζεν κυριος τον δαυιδ εν πασιν οις επορευετο
13 (ROH) A osadil v Edomsku stráže. A všetci Edomiti sa stali služobníkmi Dávidovými. A tak tedy chránil Hospodin Dávida všade, kamkoľvek išiel.

14 (LXX) και εβασιλευσεν δαυιδ επι παντα ισραηλ και ην ποιων κριμα και δικαιοσυνην τω παντι λαω αυτου
14 (ROH) A Dávid kraľoval nad celým Izraelom a činil súd a spravedlivosť všetkému svojmu ľudu.

15 (LXX) και ιωαβ υιος σαρουια επι της στρατιας και ιωσαφατ υιος αχιλουδ υπομνηματογραφος
15 (ROH) A Joáb, syn Ceruje, bol nad vojskom, a Jozafat, syn Achilúdov, bol kancelárom.

16 (LXX) και σαδωκ υιος αχιτωβ και αχιμελεχ υιος αβιαθαρ ιερεις και σουσα γραμματευς
16 (ROH) Cádok, syn Achitúbov, a Abimelech, syn Ebiatárov, boli kňazmi, a Šavša bol pisárom.

17 (LXX) και βαναιας υιος ιωδαε επι του χερεθθι και του φελεθθι και υιοι δαυιδ οι πρωτοι διαδοχοι του βασιλεως
17 (ROH) Benaiáš, syn Jehojadov, bol nad Keréťanmi a nad Peléťanmi, a synovia Dávidovi boli prví po ruke kráľa.


1Krn 18, 1-17





1Krn 18,1-17 - Pozri poznámky k 2 Sam 8,1–18.

1Krn 18,6 - Slovo "dozorcov" v osnove chýba. Doplnili sme ho podľa osnovy Kníh Samuelových.

1Krn 18,8 - V 2 Sam 8,8 sa tie mestá volali Beta a Berot.