| 2. kniha kráľovBiblia - Sväté písmo(GRM - Grécky - Moderný) | 2Kr 6, 1-33 |
1 2Kr 6, 1 Και ειπον οι υιοι των προφητων προς τον Ελισσαιε, Ιδου τωρα, ο τοπος, εις τον οποιον ημεις κατοικουμεν ενωπιον σου, ειναι στενος δι' ημας· 2 2Kr 6, 2 ας υπαγωμεν, παρακαλουμεν, εως του Ιορδανου, και εκειθεν ας λαβωμεν εκαστος μιαν δοκον, και ας καμωμεν εις εαυτους εκει τοπον, δια να κατοικωμεν εκει. Ο δε ειπεν, Υπαγετε. 3 2Kr 6, 3 Και ειπεν ο εις, Ευαρεστηθητι, παρακαλω, να ελθης μετα των δουλων σου. Και ειπε, Θελω ελθει. 4 2Kr 6, 4 Και υπηγε μετ' αυτων. Και ελθοντες εις τον Ιορδανην, εκοπτον τα ξυλα. 5 2Kr 6, 5 Ενω δε ο εις κατεβαλλε την δοκον, επεσε το σιδηριον εις το υδωρ· και εβοησε και ειπεν, Ω, κυριε· και τουτο ητο δανειον· 6 2Kr 6, 6 ειπε δε ο ανθρωπος του Θεου, Που επεσε; Και εδειξε τον τοπον εις αυτον. Τοτε εκοψε σχιζαν ξυλου, και ερριψεν εκει· και το σιδηριον επεπλευσε. 7 2Kr 6, 7 Και ειπεν, Αναλαβε προς σεαυτον. Και εκτεινας την χειρα αυτου, ελαβεν αυτο. 8 2Kr 6, 8 Ο δε βασιλευς της Συριας επολεμει εναντιον του Ισραηλ, και συνεβουλευθη μετα των δουλων αυτου, λεγων, Εις τον δεινα και δεινα τοπον θελω στρατοπεδευσει. 9 2Kr 6, 9 Και απεστειλεν ο ανθρωπος του Θεου προς τον βασιλεα του Ισραηλ, λεγων, Φυλαχθητι να μη περασης τον τοπον εκεινον, διοτι οι Συριοι στρατοπεδευουσιν εκει. 10 2Kr 6, 10 Και απεστειλεν ο βασιλευς του Ισραηλ εις τον τοπον, τον οποιον ειπε προς αυτον ο ανθρωπος του Θεου και παρηγγειλε περι αυτου· και προεφυλαχθη εκειθεν ουχι απαξ ουδε δις. 11 2Kr 6, 11 Και εταραχθη η καρδια του βασιλεως της Συριας δια το πραγμα τουτο· και συγκαλεσας τους δουλους αυτου, ειπε προς αυτους, Δεν θελετε με αναγγειλει, τις εξ ημων ειναι υπερ του βασιλεως του Ισραηλ; 12 2Kr 6, 12 Και ειπεν εις εκ των δουλων αυτου, Ουδεις, κυριε μου βασιλευ· αλλ' ο Ελισσαιε ο προφητης, ο εν τω Ισραηλ, αναγγελλει προς τον βασιλεα του Ισραηλ τους λογους, τους οποιους λαλεις εν τω ταμειω του κοιτωνος σου. 13 2Kr 6, 13 Και ειπεν, Υπαγετε και ιδετε που ειναι, δια να στειλω να συλλαβω αυτον. Και ανηγγειλαν προς αυτον, λεγοντες, Ιδου, ειναι εν Δωθαν. 14 2Kr 6, 14 Και απεστειλεν εκει ιππους και αμαξας και στρατευμα μεγα, οιτινες, ελθοντες δια νυκτος, περιεκυκλωσαν την πολιν. 15 2Kr 6, 15 Και οτε εξηγερθη το πρωι ο υπηρετης του ανθρωπου του Θεου και εξηλθεν, ιδου, στρατευμα ειχε περικυκλωμενην την πολιν με ιππους και αμαξας. Και ειπεν ο υπηρετης αυτου προς αυτον, Ω, κυριε, τι θελομεν καμει; 16 2Kr 6, 16 Ο δε ειπε, Μη φοβου· διοτι πλειοτεροι ειναι οι μεθ' ημων παρα τους μετ' αυτων. 17 2Kr 6, 17 Και προσηυχηθη ο Ελισσαιε και ειπε, Κυριε, Ανοιξον, δεομαι, τους οφθαλμους αυτου, δια να ιδη. Και ηνοιξεν ο Κυριος τους οφθαλμους του υπηρετου, και ειδε· και ιδου, το ορος ητο πληρες ιππων και αμαξων πυρος περι τον Ελισσαιε. 18 2Kr 6, 18 Και οτε κατεβησαν προς αυτον οι Συριοι, προσηυχηθη ο Ελισσαιε προς τον Κυριον και ειπε, Παταξον, δεομαι, τον λαον τουτον με αορασιαν. Και επαταξεν αυτους με αορασιαν, κατα τον λογον του Ελισσαιε. 19 2Kr 6, 19 Και ειπε προς αυτους ο Ελισσαιε, Δεν ειναι αυτη η οδος ουδε αυτη η πολις· ελθετε κατοπιν μου, και θελω σας φερει προς τον ανθρωπον, τον οποιον ζητειτε. Και εφερεν αυτους εις την Σαμαρειαν. 20 2Kr 6, 20 Και οτε ηλθον εις την Σαμαρειαν, ειπεν ο Ελισσαιε, Ανοιξον, Κυριε, τους οφθαλμους τουτων, δια να βλεπωσι. Και ηνοιξεν ο Κυριος τους οφθαλμους αυτων, και ειδον· και ιδου, ησαν εκ τω μεσω της Σαμαρειας. 21 2Kr 6, 21 Και ως ειδεν αυτους ο βασιλευς του Ισραηλ, ειπε προς τον Ελισσαιε, Να παταξω, να παταξω, πατερ μου; 22 2Kr 6, 22 Ο δε ειπε, Μη παταξης· ηθελες παταξει εκεινους, τους οποιους ηχμαλωτευσας δια της ρομφαιας σου και δια του τοξου σου; θες αρτον και υδωρ εμπροσθεν αυτων, και ας φαγωσι και ας πιωσι και ας απελθωσι προς τον κυριον αυτων. 23 2Kr 6, 23 Και εθεσεν εμπροσθεν αυτων αφθονον τροφην· και αφου εφαγον και επιον, απεστειλεν αυτους, και ανεχωρησαν προς τον κυριον αυτων. Και δεν ηλθον πλεον τα ταγματα της Συριας εις την γην του Ισραηλ. 24 2Kr 6, 24 Μετα δε ταυτα ο Βεν-αδαδ βασιλευς της Συριας συνηθροισεν απαν το στρατευμα αυτου, και ανεβη και επολιορκησε την Σαμαρειαν. 25 2Kr 6, 25 Εγεινε δε πεινα μεγαλη εν Σαμαρεια· και ιδου, επολιορκουν αυτην, εωσου κεφαλη ονου επωληθη δι' ογδοηκοντα αργυρια και το τεταρτον ενος καβου κοπρου περιστερων δια πεντε αργυρια. 26 2Kr 6, 26 Και ενω διεβαινεν ο βασιλευς του Ισραηλ επι του τειχους, γυνη τις εβοησε προς αυτον, λεγουσα, Σωσον, κυριε μου βασιλευ. 27 2Kr 6, 27 Ο δε ειπεν, Εαν ο Κυριος δεν σε σωση, ποθεν θελω σε σωσει εγω; μη εκ του αλωνιου η εκ του ληνου; 28 2Kr 6, 28 Και ειπε προς αυτην ο βασιλευς, Τι εχεις; Η δε ειπε, Η γυνη αυτη μοι ειπε, Δος τον υιον σου, δια να φαγωμεν αυτον σημερον, και αυριον θελομεν φαγει τον υιον μου· 29 2Kr 6, 29 και εβρασαμεν τον υιον μου και εφαγομεν αυτον· ειπον δε προς αυτην την ακολουθον ημεραν, Δος τον υιον σου, δια να φαγωμεν αυτον· η δε εκρυψε τον υιον αυτης. 30 2Kr 6, 30 Και ως ηκουσεν ο βασιλευς τους λογους της γυναικος, διερρηξε τα ιματια αυτου· και ενω διεβαινεν επι του τειχους, ο λαος ειδε, και ιδου, σακκος εσωθεν επι της σαρκος αυτου. 31 2Kr 6, 31 Και ειπεν, Ουτω να καμη εις εμε ο Θεος και ουτω να προσθεση, εαν η κεφαλη του Ελισσαιε υιου του Σαφατ σταθη επανω αυτου σημερον. 32 2Kr 6, 32 Ο δε Ελισσαιε εκαθητο εν τω οικω αυτου, και οι πρεσβυτεροι εκαθηντο μετ' αυτου· και απεστειλεν ο βασιλευς ανδρα απ' εμπροσθεν αυτου· πριν δε ελθη προς αυτον ο μηνυτης, αυτος ειπε προς τους πρεσβυτερους, Δεν βλεπετε οτι ουτος ο υιος του φονευτου εστειλε να αφαιρεση την κεφαλην μου; βλεπετε, καθως ελθη ο μηνυτης, κλεισατε την θυραν και εμποδισατε αυτον προς την θυραν· η φωνη των ποδων του κυριου αυτου δεν ειναι εξοπισθεν αυτου; 33 2Kr 6, 33 Και ενω ετι ελαλει μετ' αυτων, ιδου, κατεβη προς αυτον ο μηνυτης· και ειπεν, Ιδου, παρα Κυριου ειναι το κακον τουτο· τι πλεον να ελπισω εις τον Κυριον;
| | 2Kr 6, 1-33 |
Verš 18
Και οτε κατεβησαν προς αυτον οι Συριοι, προσηυχηθη ο Ελισσαιε προς τον Κυριον και ειπε, Παταξον, δεομαι, τον λαον τουτον με αορασιαν. Και επαταξεν αυτους με αορασιαν, κατα τον λογον του Ελισσαιε.
Gn 19:11 - τους δε ανθρωπους, τους οντας εις την θυραν της οικιας, εκτυπησαν με αορασιαν απο μικρου εως μεγαλου, ωστε απεκαμον ζητουντες την θυραν.
Verš 29
και εβρασαμεν τον υιον μου και εφαγομεν αυτον· ειπον δε προς αυτην την ακολουθον ημεραν, Δος τον υιον σου, δια να φαγωμεν αυτον· η δε εκρυψε τον υιον αυτης.
Dt 28:53 - Και θελεις φαγει τον καρπον της κοιλιας σου, τας σαρκας των υιων σου και των θυγατερων σου, τους οποιους εδωκεν εις σε Κυριος ο Θεος σου, εν τη πολιορκια και εν τη καταθλιψει, με την οποιαν θελει σε καταθλιψει ο εχθρος σου·
Verš 31
Και ειπεν, Ουτω να καμη εις εμε ο Θεος και ουτω να προσθεση, εαν η κεφαλη του Ελισσαιε υιου του Σαφατ σταθη επανω αυτου σημερον.
1Kr 19:2 - Και απεστειλε μηνυτην η Ιεζαβελ προς τον Ηλιαν, λεγουσα, Ουτω να καμωσιν οι θεοι και ουτω να προσθεσωσιν, εαν αυριον περι την ωραν ταυτην δεν καταστησω την ζωην σου ως την ζωην ενος εξ εκεινων.
2Kr 6,11 - Výraz: "Kto nás prezradil?" je v pôvodine neistý. Prekladáme ho na základe LXX a Vulgáty.
2Kr 6,13 - Dotan, aj Dotain (Gn 37,17), je dnešný Tell-Dotán, asi 20 km severne od Samárie. Mesto ležalo na kopci (porov. v. 17).
2Kr 6,18 - Bola to len duševná slepota, že nepoznali Elizea a slepo išli za ním.
2Kr 6,25 - "Holubí trus" bola vraj akási jedlá zelenina. Ale dnes všeobecne prekladajú miesto "oslia hlava": "chomer muštu" a miesto "holubí trus": "biela múka". – Kab sú 2 litre, štvrtina kabu je teda pol litra. V meste bola neslýchaná drahota.
2Kr 6,31 - Nevieme, prečo obviňuje kráľ Elizea. Možno, že prorok povzbudzoval obrancov mesta, aby vydržali, lebo príde pomoc od Pána.
2Kr 6,33 - Kráľ zrejme rozpovedal prípad dvoch žien ako nešťastie, ktoré dopustil Pán.