výhody registrácie

2. kniha kráľov

Biblia - Sväté písmo

(GRM - Grécky - Moderný)

2Kr 4, 1-44

1 (GRM) Γυνη δε τις εκ των γυναικων των υιων των προφητων εβοα προς τον Ελισσαιε, λεγουσα, Ο δουλος σου ο ανηρ μου απεθανε· και συ εξευρεις οτι ο δουλος σου εφοβειτο τον Κυριον· και ο δανειστης ηλθε να λαβη τους δυο υιους μου εις εαυτον δια δουλους.
1 (ROH) A nejaká žena zo žien synov prorokov kričiac volala na Elizea a vravela: Tvoj služobník, môj muž, zomrel, a ty vieš, že tvoj služobník sa bál Hospodina. A tu prišiel veriteľ, aby vzal dvoje mojich detí sebe za sluhov.

2 (GRM) Και ειπε προς αυτην ο Ελισσαιε, Τι να σοι καμω; φανερωσον μοι τι εχεις εν τω οικω σου; Η δε ειπεν, Η δουλη σου δεν εχει ουδεν εν τω οικω, ειμη εν αγγειον ελαιου.
2 (ROH) A Elizeus jej povedal: A čo ti mám učiniť? Povedz mi. Čo máš v dome? A ona riekla: Nemá tvoja dievka ničoho v dome okrem nádoby oleja.

3 (GRM) Και ειπεν, Υπαγε, δανεισθητι εξωθεν αγγεια παρα παντων των γειτονων σου, αγγεια κενα· δανεισθητι ουχι ολιγα·
3 (ROH) Na to jej povedal: Idi, vyžiadaj si nádoby z vonku od všetkých svojich súsedov, prázdne nádoby, a nedones ich málo!

4 (GRM) εισελθε επειτα και κλεισον την θυραν οπισθεν σου και οπισθεν των υιων σου, και χυσον εκ του ελαιου εις παντα τα σκευη εκεινα, και τα γεμιζομενα θες κατα μερος.
4 (ROH) Potom vojdeš a zamkneš dvere za sebou a za svojimi synmi a budeš nalievať do všetkých tých nádob, a tú, ktorá bude plná, dáš odstaviť.

5 (GRM) Ανεχωρησε λοιπον απ' αυτου και εκλεισε θυραν οπισθεν αυτης και οπισθεν των υιων αυτης· και εκεινοι μεν επλησιαζον εις αυτην τα αγγεια, αυτη δε ενεχεε.
5 (ROH) A tak odišla od neho a zamkla dvere za sebou a za svojimi synmi. Oni je podávali, a ona nalievala.

6 (GRM) Και αφου εγεμισαν τα αγγεια, ειπε προς τον υιον αυτης, Φερε μοι και αλλο αγγειον. Ο δε ειπε προς αυτην, Δεν ειναι αλλο αγγειον. Και εσταθη το ελαιον.
6 (ROH) A stalo sa, keď boly nádoby plné, že riekla svojmu synovi: Podaj mi ešte nádobu! Ale on jej povedal: Už niet viacej nádoby. A olej zastál.

7 (GRM) Τοτε ηλθε και απηγγειλε προς τον ανθρωπον του Θεου. Και εκεινος ειπεν, Υπαγε, πωλησον το ελαιον και πληρωσον το χρεος σου και ζησον με το υπολοιπον, συ και τα τεκνα σου.
7 (ROH) Potom prišla a oznámila to mužovi Božiemu, ktorý povedal: Iď, predaj olej a zaplať svojmu veriteľovi a ty so svojimi synmi sa budeš živiť z ostatku.

8 (GRM) Και εν ημερα τινι διεβαινεν ο Ελισσαιε εις Σουναμ, οπου ητο γυνη τις μεγαλη, και αυτη εκρατησεν αυτον δια να φαγη αρτον. Και οσακις διεβαινεν, εστρεφεν εκει δια να φαγη αρτον.
8 (ROH) Potom stalo sa jedného dňa, že prišiel Elizeus do Sunema, kde bola nejaká veľká žena, ktorá ho nasilu zdržala, aby jedol chlieb. A bolo od toho času, že kedykoľvek išiel tade, uchýlil sa ta, aby jedol chlieb.

9 (GRM) Και ειπεν η γυνη προς τον ανδρα αυτης, Ιδου τωρα, γνωριζω οτι ειναι αγιος ανθρωπος του Θεου ουτος, οστις παντοτε διαβαινει προς ημας·
9 (ROH) A riekla svojemu mužovi: Hľa, prosím, viem, že je to muž Boží, svätý, ktorý to ustavične chodieva popri nás.

10 (GRM) ας καμωμεν, παρακαλω, μικρον υπερωον επι του τοιχου· και ας βαλωμεν εκει δι' αυτον κλινην και τραπεζαν και καθεδραν και λυχνον, δια να στρεφη εκει, οταν ερχηται προς ημας.
10 (ROH) Spravme mu, prosím, murovanú izbičku na postreší a postavme mu tam posteľ a stôl a stoličku a svietnik, aby keď prijde k nám, mohol sa ta uchýliť.

11 (GRM) Και εν ημερα τινι ηλθεν εκει και εστρεψεν εις το υπερωον και εκοιμηθη εκει.
11 (ROH) A tak stalo sa jedného dňa, že prišiel ta, a uchýlil sa do izby hore a ležal tam.

12 (GRM) Και ειπε προς Γιεζει τον υπηρετην αυτου, Καλεσον την Σουναμιτιν ταυτην. Και οτε εκαλεσεν αυτην, εσταθη εμπροσθεν αυτου.
12 (ROH) A riekol Geházimu, svojmu služobníkovi: Zavolaj tú Sunemänku. A zavolal ju, a zastála pred ním.

13 (GRM) Και ειπε προς αυτον, Ειπε τωρα προς αυτην, Ιδου, συ ελαβες πασας ταυτας τας φροντιδας υπερ ημων· τι να καμω προς σε; εχεις τι να ειπης προς τον βασιλεα η προς τον αρχιστρατηγον; Η δε απεκριθη, Εγω κατοικω μεταξυ του λαου μου.
13 (ROH) Vtedy mu riekol: Nože jej povedz: Hľa, ty si vynaložila na nás všetku tú starosť. Čo ti učiniť? Či máš nejakú vec, aby som za teba hovoril kráľovi alebo veliteľovi vojska? Ale ona riekla: Bývam prostred svojho ľudu.

14 (GRM) Και ειπε, Τι λοιπον να καμω δι' αυτην; Και ο Γιεζει απεκριθη, Αληθως, αυτη δεν εχει τεκνον, και ο ανηρ αυτης ειναι γερων.
14 (ROH) A zase riekol: A čo tedy učiniť pre ňu? Na to odpovedal Geházi: Ale ona nemá syna, a jej muž je starý.

15 (GRM) Και ειπε, Καλεσον αυτην. Και οτε εκαλεσεν αυτην, εσταθη εις την θυραν.
15 (ROH) Vtedy povedal: Zavolaj ju. A zavolal ju, a zastála vo dveriach.

16 (GRM) Και ειπε, Το ερχομενον ετος, κατα τουτον τον καιρον, θελεις εχει υιον εις τας αγκαλας σου. Η δε ειπε, Μη, κυριε μου, ανθρωπε του Θεου, μη ψευσθης προς την δουλην σου.
16 (ROH) A riekol: Na rok o tomto čase, podľa času života, budeš objímať syna. A ona riekla: Nie, môj pane, mužu Boží, neklam svojej dievky!

17 (GRM) Και η γυνη συνελαβε και εγεννησεν υιον το ερχομενον ετος, κατα τον καιρον εκεινον τον οποιον ειπε προς αυτην ο Ελισσαιε.
17 (ROH) Ale žena počala a porodila syna v určený čas, podľa času života, na čas, ktorý jej predpovedal Elizeus.

18 (GRM) Και οτε εμεγαλωσε το παιδιον, εξηλθεν ημεραν τινα προς τον πατερα αυτου εις τους θεριστας.
18 (ROH) A dieťa rástlo. Ale stalo sa jedného dňa, že vyšlo za svojím otcom k žencom

19 (GRM) Και ειπε προς τον πατερα αυτου, Την κεφαλην μου, την κεφαλην μου. Ο δε ειπε προς τον δουλον, Λαβε αυτο προς την μητερα αυτου.
19 (ROH) a povedalo svojmu otcovi: Moja hlava, moja hlava! A riekol služobníkovi: Zanes ho k jeho matke!

20 (GRM) Και λαβων αυτο, εφερεν αυτο προς την μητερα αυτου, και εκαθησεν επι των γονατων αυτης μεχρι μεσημβριας και απεθανε.
20 (ROH) A vzal ho a zaniesol ho k jeho matke, a sedel na jej kolenách až do poludnia a zomrel.

21 (GRM) Και ανεβη και επλαγιασεν αυτο επι της κλινης του ανθρωπου του Θεου, και εκλεισε την θυραν επανωθεν αυτου και εξηλθε.
21 (ROH) A ona vyjdúc hore položila ho na posteľ muža Božieho, zamkla ho a vyšla.

22 (GRM) Και εκαλεσε τον ανδρα αυτης, λεγουσα, Αποστειλον προς εμε, παρακαλω, ενα εκ των δουλων και μιαν εκ των ονων, δια να τρεξω προς τον ανθρωπον του Θεου και να επιστρεψω.
22 (ROH) Potom zavolala svojho muža a riekla: Pošli mi, prosím jedného zo sluhov a jednu oslicu, aby som zabehla až k mužovi Božiemu a navrátim sa zase.

23 (GRM) Ο δε ειπε, Δια τι συ υπαγεις σημερον προς αυτον; δεν ειναι νεομηνια ουδε σαββατον. Η δε ειπεν, Ειρηνη.
23 (ROH) A on povedal: Prečo chceš ísť k nemu dnes? Veď nie je ani nový mesiac ani sobota. Ale ona odpovedala: Maj pokoj o to.

24 (GRM) Τοτε εστρωσε την ονον και ειπε προς τον δουλον αυτης, Συρε και προχωρει μη παυσης εις εμε την πορειαν, εκτος εαν σε προσταξω.
24 (ROH) A osedlajúc oslicu riekla svojmu služobníkovi: Ponáhľaj a iď, nezdržuj pre mňa v jazde, len keby som ti povedala.

25 (GRM) Και υπηγε και ηλθε προς τον ανθρωπον του Θεου εις το ορος τον Καρμηλον. Και ως ειδεν ο ανθρωπος του Θεου αυτην μακροθεν, ειπε προς τον Γιεζει τον υπηρετην αυτου, Ιδου, η Σουναμιτις εκεινη·
25 (ROH) Tak išla a prišla k mužovi Božiemu na vrch Karmel. A stalo sa, keď ju uvidel muž Boží zďaleka, že riekol Geházimu, svojmu služobníkovi: Hľa, tamto je Sunemänka!

26 (GRM) τωρα λοιπον, τρεξον εις συναντησιν αυτης· και ειπε προς αυτην, Καλως εχεις; καλως εχει ο ανηρ σου; καλως εχει το παιδιον; Η δε ειπε, Καλως.
26 (ROH) Nože jej teraz bež vústrety a opýtaj sa jej: Či ti pokoj? Či pokoj tvojmu mužovi, a či pokoj i tvojmu dieťaťu? A ona odpovedala: Pokoj.

27 (GRM) Και οτε ηλθε προς τον ανθρωπον του Θεου εις το ορος, επιασε τους ποδας αυτου· ο δε Γιεζει επλησιασε δια να αποσυρη αυτην. Ο ανθρωπος ομως του Θεου ειπεν, Αφες αυτην· διοτι η ψυχη αυτης ειναι καταπικρος εν αυτη· και ο Κυριος εκρυψεν αυτο απ' εμου και δεν μοι εφανερωσε.
27 (ROH) Ale keď prišla k mužovi Božiemu na vrch, chopila sa jeho nôh. A Geházi pristúpil, aby ju odstrčil. Ale muž Boží povedal: Nechaj ju, lebo jej duša jej je sovrená horkou bolesťou, a Hospodin to ukryl predo mnou a neoznámil mi.

28 (GRM) Και εκεινη ειπε, Μηπως εζητησα υιον παρα του κυριου μου; δεν ειπα, Μη με απατας;
28 (ROH) A ona riekla: Či som ja žiadala syna od svojho pána? Či som nepovedala: Nezavádzaj ma!

29 (GRM) Τοτε ειπε προς τον Γιεζει, Ζωσθητι την οσφυν σου και λαβε την βακτηριαν μου εις την χειρα σου και υπαγε· εαν απαντησης ανθρωπον, μη χαιρετησης αυτον· και εαν τις σε χαιρετηση, μη αποκριθης εις αυτον· και επιθες την βακτηριαν μου επι το προσωπον του παιδιου.
29 (ROH) Vtedy povedal Geházimu: Prepáš svoje bedrá a vezmi moju palicu do svojej ruky a iď. Keď stretneš voľakoho, nepozdravíš ho, a keď teba pozdraví voľakto, neodpovieš mu a položíš moju palicu na tvár chlapcovu.

30 (GRM) Και η μητηρ του παιδιου ειπε, Ζη Κυριος και ζη η ψυχη σου, δεν θελω σε αφησει. Και εσηκωθη και ηκολουθησεν αυτην.
30 (ROH) Ale matka chlapcova riekla: Jako že žije Hospodin, a jako žije tvoja duša, že ťa neopustím. A tak vstal a išiel za ňou.

31 (GRM) Ο δε Γιεζει επερασεν εμπροσθεν αυτων, και επεθεσε την βακτηριαν επι το προσωπον του παιδιου· πλην ουδεμια φωνη και ουδεμια ακροασις. Οθεν επεστρεψεν εις συναντησιν αυτου και απηγγειλε προς αυτον, λεγων, Δεν εξυπνησε το παιδιον.
31 (ROH) A Geházi odišiel pred nimi a položil palicu na tvár chlapcovu, ale nebolo hlasu, ani nebolo pozoru. A vrátiac sa jemu vústrety oznámil mu a povedal: Neprebudil sa chlapec.

32 (GRM) Και οτε εισηλθεν ο Ελισσαιε εις την οικιαν, ιδου, το παιδιον νεκρον, πλαγιασμενον επι της κλινης αυτου.
32 (ROH) A keď vošiel Elizeus do domu, hľa, chlapec bol mŕtvy, položený na jeho posteli.

33 (GRM) Εισηλθε λοιπον και εκλεισε την θυραν οπισθεν των δυο αυτων και προσηυχηθη εις τον Κυριον.
33 (ROH) A vojdúc zamkol za nimi za obidvoma dvere a modlil sa Hospodinovi.

34 (GRM) Και ανεβη και επλαγιασεν επι το παιδιον, και επεθεσε το στομα αυτου επι το στομα εκεινου, και τους οφθαλμους αυτου επι τους οφθαλμους εκεινου, και τας χειρας αυτου επι τας χειρας εκεινου· και εξηπλωθη επ' αυτο· και εθερμανθη η σαρξ του παιδιου.
34 (ROH) A keď vyšiel hore, ľahol si na dieťa, položil svoje ústa na jeho ústa a svoje oči na jeho oči a svoje ruky na jeho ruky a zohol sa nad ním. A telo dieťaťa sa zohrialo.

35 (GRM) Επειτα εσυρθη, και περιεπατει εν τω οικηματι ποτε εδω και ποτε εκει· και ανεβη παλιν και εξηπλωθη επ' αυτο· και το παιδιον επταρνισθη εως επτακις και ηνοιξε το παιδιον τους οφθαλμους αυτου.
35 (ROH) Potom sa obrátil a prešiel po dome raz sem a raz ta a zase vyšiel hore a zohol sa nad ním. A chlapec kýchnul až do sedem ráz a chlapec otvoril svoje oči.

36 (GRM) Τοτε εφωνησε τον Γιεζει και ειπε, Καλεσον ταυτην την Σουναμιτιν. Και εκαλεσεν αυτην· και οτε εισηλθε προς αυτον, ειπε, Λαβε τον υιον σου.
36 (ROH) Vtedy zavolal Geháziho a riekol: Zavolaj tú Sunemänku. A zavolal ju. A keď vošla k nemu, povedal: Vezmi svojho syna!

37 (GRM) Και εκεινη εισηλθε και επεσεν εις τους ποδας αυτου και προσεκυνησεν εως εδαφους, και εσηκωσε τον υιον αυτης και εξηλθεν.
37 (ROH) A ona prišla, padla k jeho nohám a poklonila sa k zemi. A tak vzala svojho syna a vyšla.

38 (GRM) Ο δε Ελισσαιε επεστρεψεν εις Γαλγαλα· και ητο πεινα εν τη γη· και οι υιοι των προφητων εκαθηντο εμπροσθεν αυτου· και ειπε προς τον υπηρετην αυτου, Στησον τον λεβητα τον μεγαν και ψησον μαγειρευμα δια τους υιους των προφητων.
38 (ROH) Potom sa navrátil Elizeus do Gilgala. A bol hlad v zemi. A synovia prorokov sedeli pred ním. Tu povedal svojmu služobníkovi: Pristav ten veľký hrniec a navar synom prorokov kaše!

39 (GRM) Και εξελθων τις εις τον αγρον δια να συναξη χορτα, ευρηκεν αγριοκολοκυνθην, και εσυναξεν απ' αυτης αγρια κολοκυνθια εωσου εγεμισε το ιματιον αυτου, και επιστρεψας, εκοψεν αυτα εις τον λεβητα του μαγειρευματος, επειδη δεν εγνωριζον αυτα.
39 (ROH) Preto vyšiel jeden na pole, aby nasbieral zelín. A keď našiel nejakú poľnú lozu naoberal z nej poľných uhoriek plné svoje rúcho a prijdúc nakrájal do hrnca, aby z toho navaril kaše, lebo neznali toho.

40 (GRM) Επειτα εκενωσαν εις τους ανθρωπους δια να φαγωσι και καθως εφαγον εκ του μαγειρευματος, εξεφωνησαν και ειπον, Ανθρωπε του Θεου, θανατος ειναι εν τω λεβητι. Και δεν ηδυναντο να φαγωσιν.
40 (ROH) A vyliali to mužom, aby jedli. Ale stalo sa, jako tak jedli z kaše, že skríkli a riekli: Smrť v hrnci, mužu Boží! A nemohli jesť.

41 (GRM) Ο δε ειπε, Φερετε αλευρον. Και ερριψεν αυτο εις τον λεβητα. Επειτα ειπε, Κενωσον εις τον λαον, δια να φαγωσι. Και δεν ητο ουδεν κακον εν τω λεβητι.
41 (ROH) A on riekol: Doneste múky! A keď doniesli, nasypal do hrnca a povedal: Nalej ľudu, aby jedli. A potom už nebolo ničoho zlého v hrnci.

42 (GRM) Και ηλθεν ανθρωπος τις απο Βααλ-σαλισα, και εφερεν εις τον ανθρωπον του Θεου αρτον απο των πρωτογεννηματων, εικοσι κριθινα ψωμια και νωπα ασταχυα σιτου, εν τω σακκω αυτου. Και ειπε, Δος εις τον λαον, δια να φαγωσι.
42 (ROH) V tom prišiel nejaký muž z Bál-šališe a doniesol mužovi Božiemu chleba z prvotín, dvadsať jačmenných chlebov a nového zbožia vo svojom vreci a povedal: Daj ľudu, nech jedia.

43 (GRM) Και ο θεραπων αυτου ειπε, Τι να βαλω τουτο εμπροσθεν εκατον ανθρωπων; Ο δε ειπε, Δος εις τον λαον, δια να φαγωσι διοτι ουτω λεγει Κυριος· Θελουσι φαγει και αφησει υπολοιπον.
43 (ROH) A jeho posluhovač povedal: Načo nám toto predložiť pred sto mužov? Ale on riekol: Daj ľudu, nech jedia, lebo takto hovorí Hospodin: Najedia sa, a ešte aj zostane.

44 (GRM) Τοτε εβαλεν εμπροσθεν αυτων, και εφαγον και αφηκαν υπολοιπον, κατα τον λογον του Κυριου.
44 (ROH) A tak predložili pred nich, a jedli aj zvýšili podľa slova Hospodinovho.


2Kr 4, 1-44





Verš 1
Γυνη δε τις εκ των γυναικων των υιων των προφητων εβοα προς τον Ελισσαιε, λεγουσα, Ο δουλος σου ο ανηρ μου απεθανε· και συ εξευρεις οτι ο δουλος σου εφοβειτο τον Κυριον· και ο δανειστης ηλθε να λαβη τους δυο υιους μου εις εαυτον δια δουλους.
Lv 25:39 - Και εαν πτωχευση ο αδελφος σου πλησιον σου και πωληθη εις σε, δεν θελεις επιβαλει εις αυτον δουλειαν δουλου.

Verš 35
Επειτα εσυρθη, και περιεπατει εν τω οικηματι ποτε εδω και ποτε εκει· και ανεβη παλιν και εξηπλωθη επ' αυτο· και το παιδιον επταρνισθη εως επτακις και ηνοιξε το παιδιον τους οφθαλμους αυτου.
1Kr 17:21 - Και εξηπλωθη τρις επι το παιδαριον και ανεβοησε προς τον Κυριον και ειπε, Κυριε Θεε μου, ας επανελθη, δεομαι, η ψυχη του παιδαριου τουτου εντος αυτου.
2Kr 8:1 - Και ελαλησεν ο Ελισσαιε προς την γυναικα, της οποιας ανεζωοποιησε τον υιον, λεγων, Σηκωθητι και υπαγε, συ και ο οικος σου, και παροικησον οπου αν δυνηθης να παροικησης· διοτι ο Κυριος εκαλεσε την πειναν, και θελει μαλιστα επελθει επι την γην επτα ετη.
Sk 20:10 - Καταβας δε ο Παυλος, επεσεν επ' αυτον και εναγκαλισθεις ειπε· Μη θορυβεισθε· διοτι η ψυχη αυτου ειναι εν αυτω.

Verš 33
Εισηλθε λοιπον και εκλεισε την θυραν οπισθεν των δυο αυτων και προσηυχηθη εις τον Κυριον.
Mt 6:6 - Συ ομως, οταν προσευχησαι, εισελθε εις το ταμειον σου, και κλεισας την θυραν σου προσευχηθητι εις τον Πατερα σου τον εν τω κρυπτω, και ο Πατηρ σου ο βλεπων εν τω κρυπτω θελει σοι ανταποδωσει εν τω φανερω.

Verš 41
Ο δε ειπε, Φερετε αλευρον. Και ερριψεν αυτο εις τον λεβητα. Επειτα ειπε, Κενωσον εις τον λαον, δια να φαγωσι. Και δεν ητο ουδεν κακον εν τω λεβητι.
Ex 15:25 - Ο δε Μωυσης εβοησε προς τον Κυριον· και εδειξεν εις αυτον ο Κυριος ξυλον, το οποιον οτε ερριψεν εις τα υδατα, τα υδατα εγλυκανθησαν. Εκει εδωκεν εις αυτους παραγγελιαν και διαταγμα, και εκει εδοκιμασεν αυτους·

Verš 43
Και ο θεραπων αυτου ειπε, Τι να βαλω τουτο εμπροσθεν εκατον ανθρωπων; Ο δε ειπε, Δος εις τον λαον, δια να φαγωσι διοτι ουτω λεγει Κυριος· Θελουσι φαγει και αφησει υπολοιπον.
Jn 6:9 - Εδω ειναι εν παιδαριον, το οποιον εχει πεντε αρτους κριθινους και δυο οψαρια· αλλα ταυτα τι ειναι εις τοσουτους;
Jn 6:11 - Και ελαβεν ο Ιησους τους αρτους και ευχαριστησας διεμοιρασεν εις τους μαθητας, οι δε μαθηται εις τους καθημενους· ομοιως και εκ των οψαριων οσον ηθελον.

Verš 16
Και ειπε, Το ερχομενον ετος, κατα τουτον τον καιρον, θελεις εχει υιον εις τας αγκαλας σου. Η δε ειπε, Μη, κυριε μου, ανθρωπε του Θεου, μη ψευσθης προς την δουλην σου.
Gn 18:10 - Και ειπεν, Εξαπαντος θελω επιστρεψει προς σε κατα τον αυτον τουτον καιρον του ετους· και ιδου, Σαρρα η γυνη σου θελει εχει υιον. Η δε Σαρρα ηκουσεν εν τη θυρα της σκηνης ητις ητο οπισθεν αυτου.
Gn 18:14 - ειναι τι αδυνατον εις τον Κυριον; εν τω ωρισμενω καιρω θελω επιστρεψει προς σε κατα τον αυτον τουτον καιρον του ετους, και η Σαρρα θελει εχει υιον.

Verš 28
Και εκεινη ειπε, Μηπως εζητησα υιον παρα του κυριου μου; δεν ειπα, Μη με απατας;
2Kr 4:16 - Και ειπε, Το ερχομενον ετος, κατα τουτον τον καιρον, θελεις εχει υιον εις τας αγκαλας σου. Η δε ειπε, Μη, κυριε μου, ανθρωπε του Θεου, μη ψευσθης προς την δουλην σου.

Verš 29
Τοτε ειπε προς τον Γιεζει, Ζωσθητι την οσφυν σου και λαβε την βακτηριαν μου εις την χειρα σου και υπαγε· εαν απαντησης ανθρωπον, μη χαιρετησης αυτον· και εαν τις σε χαιρετηση, μη αποκριθης εις αυτον· και επιθες την βακτηριαν μου επι το προσωπον του παιδιου.
Lk 10:4 - Μη βασταζετε βαλαντιον, μη σακκιον, μηδε υποδηματα, και μηδενα χαιρετησητε κατα την οδον.

2Kr 4,1 - Veriteľ si mohol vziať do otroctva dlžníka alebo jeho rodinných príslušníkov, ak dlžník nevládal zaplatiť dlh (Am 2,6; 8,6; Neh 5,5.8). Toto otroctvo však smelo trvať najviac päťdesiat rokov (Lv 25,39–43).

2Kr 4,8 - O Suname pozri 1 Sam 28,4.

2Kr 4,13 - Ochrancov potrebovali len cudzinci, "chránenci". Žena býva medzi svojimi, nepotrebuje prorokovej ochrany u kráľa, na to má príbuzných, ktorých povinnosťou je starať sa o veci celého rodu.

2Kr 4,21 - Smrť musela ostať v tajnosti, lebo na východe musel byť pohreb hneď v deň umretia. Žena však chcela pred pohrebom zavolať Elizea.

2Kr 4,22 - Bolo poludnie, žena musela naozaj bežať, ak chcela ešte ten deň urobiť 25 km cesty na Karmel a toľko naspäť.

2Kr 4,23 - Žena nedáva mužovi vysvetlenie, len sa pri odchode pozdraví. Pozdrav znie doslovne: "Pokoj!"

2Kr 4,39 - Bol to buď akýsi druh divých uhoriek (Ecballium elaterium) alebo kolokvinta (Citrullus colocynthis), ktorej zelený, pomaranču podobný plod sa volá aj sodomským jablkom.

2Kr 4,42 - Bál-Salisa, dnešná Sirsia, bola východne od Galgaly. – "Chlieb z prvotín" rozumej chlieb z prvého, novourodeného zrna. – Z drveného zrna varili akési polente podobné jedlo.

2Kr 4,43 - Nesmieme si predstavovať naše veľké chleby; boli to len malé a tenké osúchy.