výhody registrácie

1. kniha kráľov

Biblia - Sväté písmo

(GRM - Grécky - Moderný)

1Kr 21, 1-29

1 (GRM) Μετα δε ταυτα τα πραγματα Ναβουθαι ο Ιεζραηλιτης ειχεν αμπελωνα εν Ιεζραελ, πλησιον του παλατιου του Αχααβ βασιλεως της Σαμαρειας.
1 (ROH) A po tých udalostiach stalo sa toto. Nábot Jizreelský mal vinicu, ktorá bola v Jizreele vedľa paláca Achaba, kráľa Samárie.

2 (GRM) Και ελαλησεν ο Αχααβ προς τον Ναβουθαι, λεγων, Δος μοι τον αμπελωνα σου, δια να εχω αυτον κηπον λαχανων, επειδη ειναι πλησιον του οικου μου· και θελω σοι δωσει αντ' αυτου αμπελωνα καλητερον παρ' αυτου· η, αν ηναι αρεστον εις σε, θελω σοι δωσει το αντιτιμον αυτου εις αργυριον.
2 (ROH) A Achab hovoril Nábotovi a riekol: Daj mi svoju vinicu a bude mi zahradou na zeleniny, lebo je blízko vedľa môjho domu, a dám ti za ňu lepšiu vinicu, ako je tá. Alebo ak sa ti ľúbi, dám ti za ňu peňazí, koľko je hodna.

3 (GRM) Ο δε Ναβουθαι ειπε προς τον Αχααβ, Μη γενοιτο εις εμε παρα Θεου, να δωσω την κληρονομιαν των πατερων μου εις σε.
3 (ROH) Ale Nábot riekol Achabovi: Od toho nech ma zachová Hospodin, aby som dal tebe dedičstvo svojich otcov!

4 (GRM) Και ηλθεν ο Αχααβ εις τον οικον αυτου σκυθρωπος και δυσηρεστημενος δια τον λογον, τον οποιον ελαλησε προς αυτον Ναβουβαι ο Ιεζραηλιτης, ειπων, Δεν θελω σοι δωσει την κληρονομιαν των πατερων μου. Και επλαγιασεν επι της κλινης αυτου και απεστρεψε το προσωπον αυτου και δεν εφαγεν αρτον.
4 (ROH) Vtedy prišiel Achab do svojho domu, namrzený a nahnevaný pre slovo, ktoré mu hovoril Nábot Jizreelský, vraj nedám ti dedičstva svojich otcov. A ľahnúc si na svoju posteľ odvrátil svoju tvár a nejedol chleba.

5 (GRM) Και ηλθε προς αυτον Ιεζαβελ η γυνη αυτου και ειπε προς αυτον, Δια τι το πνευμα σου ειναι περιλυπον, ωστε δεν τρωγεις αρτον;
5 (ROH) V tom prišla k nemu Jezábeľ, jeho žena, a hovorila mu: Prečo je tvoj duch namrzený, a neješ chleba?

6 (GRM) Ο δε ειπε προς αυτην, Επειδη ελαλησα προς Ναβουθαι τον Ιεζραηλιτην, και ειπα προς αυτον, Δος μοι τον αμπελωνα σου δι' αργυριου· η, αν αγαπας, θελω σοι δωσει αλλον αμπελωνα αντ' αυτου. και εκεινος απεκριθη, Δεν θελω σοι δωσει τον αμπελωνα μου.
6 (ROH) A hovoril jej a povedal: Preto, lebo som hovoril Nábotovi Jizreelskému a povedal som mu: Daj mi svoju vinicu za peniaze, alebo ak sa ti ľúbi, dám ti za ňu inú vinicu. Ale on odpovedal: Nedám ti svojej vinice.

7 (GRM) Και ειπε προς αυτον Ιεζαβελ η γυνη αυτου, Συ τωρα βασιλευεις επι τον Ισραηλ; σηκωθητι, φαγε αρτον, και ας ηναι ευθυμος η καρδια σου· εγω θελω σοι δωσει τον αμπελωνα Ναβουθαι του Ιεζραηλιτου.
7 (ROH) Na to mu riekla Jezábeľ, jeho žena: A ty teraz vykonávaš kráľovskú moc nad Izraelom? Vstaň pojedz chlieb a buď dobrej vôle. Ja ti dám vinicu Nábota Jizreelského.

8 (GRM) Τοτε εγραψεν επιστολας εν ονοματι του Αχααβ και εσφραγισε δια της σφραγιδος αυτου, και απεστειλε τας επιστολας προς τους πρεσβυτερους και προς τους αρχοντας, τους οντας εν τη πολει αυτου, τους κατοικουντας μετα του Ναβουβαι.
8 (ROH) A napísala list v mene Achabovom a zapečatila jeho pečaťou a poslala list starším a popredným, ktorí boli v jeho meste, a ktorí bývali s Nábotom.

9 (GRM) Και εγραφεν εν ταις επιστολαις, λεγουσα, Κηρυξατε νηστειαν και καθισατε τον Ναβουθαι επι κεφαλης του λαου·
9 (ROH) A v liste napísala nasledovne: Vyhláste pôst a posaďte Nábota na prvé miesto ľudu.

10 (GRM) και παρακαθισατε δυο ανδρας κακους αντικρυ αυτου, και ας μαρτυρησωσι κατ' αυτου, λεγοντες, Συ εβλασφημησας τον Θεον και τον βασιλεα· και εκβαλετε αυτον και λιθοβολησατε αυτον, και ας αποθανη.
10 (ROH) A posaďte dvoch mužov, synov beliála, naproti nemu, ktorí budú svedčiť na neho povediac: Zlorečil si Bohu i kráľovi. Potom ho vyveďte a ukameňujte, aby zomrel.

11 (GRM) Και εκαμον οι ανδρες της πολεως αυτου, οι πρεσβυτεροι και οι αρχοντες οι κατοικουντες εν τη πολει αυτου, καθως εμηνυσε προς αυτους η Ιεζαβελ, κατα το γεγραμμενον εν ταις επιστολαις τας οποιας εστειλε προς αυτους.
11 (ROH) A mužovia jeho mesta, starší a poprední, ktorí bývali v jeho meste, urobili tak, ako im rozkázala Jezábeľ, ako bolo napísané v liste, ktorý im poslala.

12 (GRM) Εκηρυξαν νηστειαν και εκαθησαν τον Ναβουθαι επι κεφαλης του λαου·
12 (ROH) Vyhlásili pôst a posadili Nábota na predné miesto ľudu.

13 (GRM) και εισηλθον δυο ανδρες κακοι και εκαθισαν αντικρυ αυτου· και εμαρτυρησαν οι ανδρες οι κακοι κατ' αυτου, κατα του Ναβουθαι, ενωπιον του λαου, λεγοντες, Ο Ναβουθαι εβλασφημησε τον Θεον και τον βασιλεα. Τοτε εξεβαλον αυτον εξω της πολεως και ελιθοβολησαν αυτον με λιθους, και απεθανε.
13 (ROH) Potom prišli dvaja mužovia, synovia beliála, a posadili sa naproti nemu. A tí mužovia beliála svedčili na neho, na Nábota, pred ľudom a riekli: Nábot zlorečil Bohu i kráľovi! A vyviedli ho von za mesto a uhádzali ho kamením, až i zomrel.

14 (GRM) Και απεστειλαν προς την Ιεζαβελ, λεγοντες, Ο Ναβουβαι ελιθοβοληθη και απεθανε.
14 (ROH) Potom poslali k Jezábeli zprávu: Nábot je ukameňovaný a zomrel.

15 (GRM) Και ως ηκουσεν η Ιεζαβελ οτι ο Ναβουβαι ελιθοβοληθη και απεθανεν, ειπεν η Ιεζαβελ προς τον Αχααβ, Σηκωθητι, κληρονομησον τον αμπελωνα Ναβουθαι του Ιεζραηλιτου, τον οποιον δεν ηθελε να σοι δωση δι' αργυριου· διοτι ο Ναβουθαι δεν ζη αλλ' απεθανε.
15 (ROH) A stalo sa, keď počula Jezábeľ, že je Nábot ukameňovaný a že zomrel, že povedala Jezábeľ Achabovi: Vstaň, vezmi do vlastníctva vinicu Nábota Jizreelského, ktorú ti nechcel dať za peniaze, lebo Nábot už nežije, ale zomrel.

16 (GRM) Και ως ηκουσεν ο Αχααβ οτι ο Ναβουθαι απεθανεν, εσηκωθη ο Αχααβ να καταβη εις τον αμπελωνα του Ναβουθαι του Ιεζραηλιτου, δια να κληρονομηση αυτον.
16 (ROH) A keď počul Achab, že zomrel Nábot, vstal Achab, aby odišiel dolu do vinice Nábota Jizreelského, aby ju prevzal do vlastníctva.

17 (GRM) Και ηλθεν ο λογος του Κυριου προς Ηλιαν τον Θεσβιτην, λεγων,
17 (ROH) Vtedy stalo sa slovo Hospodinovo k Eliášovi Tišbänskému povediac:

18 (GRM) Σηκωθητι, καταβα εις συναντησιν του Αχααβ, βασιλεως του Ισραηλ, οστις κατοικει εν Σαμαρεια· ιδου, εν τω αμπελωνι του Ναβουθαι ειναι, οπου κατεβη δια να κληρονομηση αυτον·
18 (ROH) Vstaň, idi dolu vústrety Achabovi, izraelskému kráľovi, ktorý býva v Samárii, hľa, je vo vinici Nábotovej, do ktorej sišiel, aby ju prevzal do vlastníctva.

19 (GRM) και θελεις λαλησει προς αυτον, λεγων, Ουτω λεγει Κυριος· Εφονευσας και ετι εκληρονομησας; Και θελεις λαλησει προς αυτον, λεγων, ουτω λεγει Κυριος· Εν τω τοπω, οπου οι κυνες εγλειψαν το αιμα του Ναβουθαι, θελουσι γλειψει οι κυνες το αιμα σου, ναι, σου.
19 (ROH) A budeš mu hovoriť a povieš: Takto hovorí Hospodin: Zavraždil si? A či vezmeš aj do vlastníctva? A ešte mu budeš hovoriť a povieš: Takto hovorí Hospodin: Na mieste, na ktorom psi lízali krv Nábotovu psi budú lízať i tvoju krv.

20 (GRM) Και ειπεν ο Αχααβ προς τον Ηλιαν, Με ευρηκας, εχθρε μου; Και απεκριθη, Σε ευρηκα· διοτι επωλησας σεαυτον εις το να πραττης το πονηρον ενωπιον του Κυριου.
20 (ROH) Na to povedal Achab Eliášovi: Či si ma našiel, môj nepriateľu? A riekol: Našiel, pretože si sa predal robiť to, čo je zlé v očiach Hospodinových.

21 (GRM) Ιδου, λεγει Κυριος, Εγω θελω φερει κακον επι σε, και θελω σαρωσει κατοπιν σου και εξολοθρευσει του Αχααβ τον ουρουντα προς τον τοιχον και τον πεφυλαγμενον και τον αφειμενον μεταξυ του Ισραηλ·
21 (ROH) Hľa, uvediem na teba zlé a odpracem po tebe a vyplienim Achabovi močiaceho na stenu, a to zavretého i opusteného, v Izraelovi.

22 (GRM) και θελω καταστησει τον οικον σου ως τον οικον του Ιεροβοαμ υιου του Ναβατ, και ως τον οικον του Βαασα υιου του Αχια, δια τον παροργισμον τον οποιον με παρωργιαας, και εκαμες τον Ισραηλ να αμαρτηση.
22 (ROH) A dám, aby bol tvoj dom ako dom Jeroboáma, syna Nebátovho a jako dom Bášu, syna Achiášovho, pre popudzovanie, ktorým si ma popudzoval, a spôsobil si to, aby hrešil Izrael.

23 (GRM) Και περι της Ιεζαβελ ετι ελαλησεν ο Κυριος, λεγων, Οι κυνες θελουσι καταφαγει την Ιεζαβελ πλησιον του προτειχισματος της Ιεζραελ·
23 (ROH) Aj o Jezábeli hovoril Hospodin a riekol: Psi budú žrať Jezábeľ medzi múrami Jizreela.

24 (GRM) οστις εκ του Αχααβ αποθανη εν τη πολει, οι κυνες θελουσι καταφαγει αυτον· και οστις αποθανη εν τω αγρω, τα πετεινα του ουρανου θελουσι καταφαγει αυτον.
24 (ROH) Toho, kto zomrie Achabovi v meste, budú žrať psi, a toho, kto zomrie na poli, budú žrať nebeskí vtáci.

25 (GRM) Ουδεις τωοντι δεν εσταθη ομοιος του Αχααβ, οστις επωλησεν εαυτον εις το να πραττη πονηρα ενωπιον του Κυριου, οπως εκινει αυτον Ιεζαβελ η γυνη αυτου.
25 (ROH) Len že nebolo takého jako Achab, ktorý sa predal robiť to, čo je zlé v očiach Hospodinových, ktorého zvádzala Jezábeľ, jeho žena.

26 (GRM) Και επραξε βδελυρα σφοδρα ακολουθων τα ειδωλα, κατα παντα οσα επραττον οι Αμορραιοι, τους οποιους ο Κυριος εξεδιωξεν απ' εμπροσθεν των υιων Ισραηλ.
26 (ROH) A páchal veľkú ohavnosť chodiac za ukydanými bohy celkom tak, ako robili Amoreji, ktorých vyhnal Hospodin zpred tvári synov Izraelových.

27 (GRM) Ως δε ηκουσεν ο Αχααβ τους λογους τουτους, διερρηξε τα ιματια αυτου και εβαλε σακκον επι την σαρκα αυτου και ενηστευσε, και εκοιτετο περιτετυλιγμενος σακκον και εβαδιζε κεκυφως.
27 (ROH) A stalo sa, keď počul Achab tie slová, že roztrhol svoje rúcho a vzal smútočnú vrecovinu na svoje telo a postil sa, líhal na vrecovine a chodil krotký.

28 (GRM) Ηλθε δε ο λογος του Κυριου προς Ηλιαν τον Θεσβιτην, λεγων,
28 (ROH) Vtedy sa stalo slovo Hospodinovo k Eliášovi Tišbänskému povediac:

29 (GRM) Ειδες πως εταπεινωθη ο Αχααβ ενωπιον μου; επειδη εταπεινωθη ενωπιον μου, δεν θελω φερει το κακον εν ταις ημεραις αυτου· εν ταις ημεραις του υιου αυτου θελω φερει το κακον επι τον οικον αυτου.
29 (ROH) Či si videl, že sa ponížil Achab predo mnou? Pretože sa ponížil pred mojou tvárou, neuvediem toho zlého za jeho dní; za dní jeho syna uvediem to zlé na jeho dom.


1Kr 21, 1-29





Verš 25
Ουδεις τωοντι δεν εσταθη ομοιος του Αχααβ, οστις επωλησεν εαυτον εις το να πραττη πονηρα ενωπιον του Κυριου, οπως εκινει αυτον Ιεζαβελ η γυνη αυτου.
1Kr 16:33 - Και εκαμεν ο Αχααβ αλσος· και δια να παροργιση Κυριον τον Θεον του Ισραηλ, επραξεν ο Αχααβ περισσοτερον παρα παντας τους βασιλεις του Ισραηλ, οσοι εσταθησαν προ αυτου.

Verš 21
Ιδου, λεγει Κυριος, Εγω θελω φερει κακον επι σε, και θελω σαρωσει κατοπιν σου και εξολοθρευσει του Αχααβ τον ουρουντα προς τον τοιχον και τον πεφυλαγμενον και τον αφειμενον μεταξυ του Ισραηλ·
2Kr 9:7 - και θελεις παταξει τον οικον του Αχααβ του κυριου σου, δια να εκδικησω τα αιματα των δουλων μου των προφητων και τα αιματα παντων των δουλων του Κυριου, εκ χειρος της Ιεζαβελ·

Verš 22
και θελω καταστησει τον οικον σου ως τον οικον του Ιεροβοαμ υιου του Ναβατ, και ως τον οικον του Βαασα υιου του Αχια, δια τον παροργισμον τον οποιον με παρωργιαας, και εκαμες τον Ισραηλ να αμαρτηση.
1Kr 15:29 - Και καθως εβασιλευσεν, επαταξεν ολον τον οικον του Ιεροβοαμ· δεν αφηκεν εις τον Ιεροβοαμ ουδεν ζων, εωσου εξωλοθρευσεν αυτον, κατα τον λογον του Κυριου, τον οποιον ελαλησε δια του δουλου αυτου Αχια του Σηλωνιτου,
1Kr 16:3 - ιδου, εγω εξολοθρευω κατα κρατος τον Βαασα και τον οικον αυτου· και θελω καταστησει τον οικον σου ως τον οικον του Ιεροβοαμ υιου του Ναβατ·
1Kr 16:11 - Και ως εβασιλευσεν, αμα εκαθησεν επι του θρονου αυτου, επαταξε παντα τον οικον του Βαασα· δεν αφηκεν εις αυτον ουρουντα προς τοιχον ουδε συγγενεις αυτου ουδε φιλους αυτου.

Verš 23
Και περι της Ιεζαβελ ετι ελαλησεν ο Κυριος, λεγων, Οι κυνες θελουσι καταφαγει την Ιεζαβελ πλησιον του προτειχισματος της Ιεζραελ·
2Kr 9:35 - Και υπηγαν δια να θαψωσιν αυτην· πλην δεν ευρηκαν εις αυτην παρα το κρανιον και τους ποδας και τας παλαμας των χειρων.

1Kr 21,9 - "Pôst" bola s pôstom spojená kajúca pobožnosť, na ktorú sa ľud mal zísť. Takáto pobožnosť sa konala, keď národ zastihlo alebo mu hrozilo nešťastie. V takýchto prípadoch ľudia vždy hľadali vinníka, pre ktorého ich Boh tresce, a domnievali sa, že Boží trest prestane, ak vinníka sami potrescú. Jezabel poznala zmýšľanie ľudí, preto osnovala takýto pekelný plán proti Nabotovi.

1Kr 21,10 - "Vyvrheľov" doslovne: "synov Beliála", porov. 1 Sam 1,16.

1Kr 21,21 - K výrazu: "všetko, čo je rodu mužského" pozri pozn. k 1 Sam 25,22. Pozri tiež 14,10.

1Kr 21,24 - Porov. 14,11.

1Kr 21,29 - Pozri pozn. k veršu 20.