výhody registrácie

1. kniha kráľov

Biblia - Sväté písmo

(LXX - Grécky - LXX)

1Kr 17, 1-24

1 (LXX) και ειπεν ηλιου ο προφητης ο θεσβιτης εκ θεσβων της γαλααδ προς αχααβ ζη κυριος ο θεος των δυναμεων ο θεος ισραηλ ω παρεστην ενωπιον αυτου ει εσται τα ετη ταυτα δροσος και υετος οτι ει μη δια στοματος λογου μου
1 (ROH) Vtedy povedal Eliáš Tišbänský, ktorý bol z cudzích obyvateľov Gileáda, Achabovi: Jako že žije Hospodin, Bôh Izraelov, pred ktorého tvárou stojím, tak isté je, že nebude po tieto roky rosy ani dažďa, len na moje slovo.

2 (LXX) και εγενετο ρημα κυριου προς ηλιου
2 (ROH) A stalo sa slovo Hospodinovo k nemu povediac:

3 (LXX) πορευου εντευθεν κατα ανατολας και κρυβηθι εν τω χειμαρρω χορραθ του επι προσωπου του ιορδανου
3 (ROH) Odídi odtiaľto a obráť sa na východ a skry sa pri potoku Karite, ktorý je naproti Jordánu.

4 (LXX) και εσται εκ του χειμαρρου πιεσαι υδωρ και τοις κοραξιν εντελουμαι διατρεφειν σε εκει
4 (ROH) A bude tak, že z potoka budeš piť, a krkavcom som prikázal, aby ťa tam zaopatrovali potravou.

5 (LXX) και εποιησεν ηλιου κατα το ρημα κυριου και εκαθισεν εν τω χειμαρρω χορραθ επι προσωπου του ιορδανου
5 (ROH) A tak odišiel a učinil podľa slova Hospodinovho. A odíduc usadil sa pri potoku Karite, ktorý je naproti Jordánu.

6 (LXX) και οι κορακες εφερον αυτω αρτους το πρωι και κρεα το δειλης και εκ του χειμαρρου επινεν υδωρ
6 (ROH) A krkavci mu donášali chlieb a mäso ráno a chlieb a mäso večer, a z potoka pil.

7 (LXX) και εγενετο μετα ημερας και εξηρανθη ο χειμαρρους οτι ουκ εγενετο υετος επι της γης
7 (ROH) A stalo sa po nejakom čase, že vyschnul potok, pretože nebolo dažďa v zemi.

8 (LXX) και εγενετο ρημα κυριου προς ηλιου
8 (ROH) Vtedy sa stalo slovo Hospodinovo k nemu povediac:

9 (LXX) αναστηθι και πορευου εις σαρεπτα της σιδωνιας ιδου εντεταλμαι εκει γυναικι χηρα του διατρεφειν σε
9 (ROH) Vstaň, idi do Sarepty, ktorá patrí Sidonu, a budeš bývať tam. Hľa, prikázal som tam žene vdove, aby ťa zaopatrovala potravou.

10 (LXX) και ανεστη και επορευθη εις σαρεπτα εις τον πυλωνα της πολεως και ιδου εκει γυνη χηρα συνελεγεν ξυλα και εβοησεν οπισω αυτης ηλιου και ειπεν αυτη λαβε δη μοι ολιγον υδωρ εις αγγος και πιομαι
10 (ROH) A tak vstal Eliáš a išiel do Sarepty. A keď prišiel k bráne mesta, hľa, bola tam nejaká žena vdova, ktorá sbierala drevo, a zavolajúc na ňu riekol: Dones mi, prosím, v nádobe trochu vody, aby som sa napil.

11 (LXX) και επορευθη λαβειν και εβοησεν οπισω αυτης ηλιου και ειπεν λημψη δη μοι ψωμον αρτου εν τη χειρι σου
11 (ROH) A keď išla doniesť, zavolal na ňu a riekol: Dones mi, prosím, aj kúsok chleba vo svojej ruke.

12 (LXX) και ειπεν η γυνη ζη κυριος ο θεος σου ει εστιν μοι εγκρυφιας αλλ' η οσον δραξ αλευρου εν τη υδρια και ολιγον ελαιον εν τω καψακη και ιδου εγω συλλεγω δυο ξυλαρια και εισελευσομαι και ποιησω αυτο εμαυτη και τοις τεκνοις μου και φαγομεθα και αποθανουμεθα
12 (ROH) Na to riekla žena: Jako že žije Hospodin, tvoj Bôh, nemám ani podpopolníka, iba čo mám v galete za hrsť múky a trochu oleja v nádobe. A hľa, beriem dva kúsky dreva, aby som, keď prijdem, pripravila to sebe a svojmu synovi, aby sme to zjedli a potom zomreli.

13 (LXX) και ειπεν προς αυτην ηλιου θαρσει εισελθε και ποιησον κατα το ρημα σου αλλα ποιησον εμοι εκειθεν εγκρυφιαν μικρον εν πρωτοις και εξοισεις μοι σαυτη δε και τοις τεκνοις σου ποιησεις επ' εσχατου
13 (ROH) A Eliáš jej riekol: Neboj sa, idi, učiň, ako si riekla, len najprv sprav mne z toho nejaký malý podpopolník a dones mi sem von a sebe a svojmu synovi spravíš potom.

14 (LXX) οτι ταδε λεγει κυριος η υδρια του αλευρου ουκ εκλειψει και ο καψακης του ελαιου ουκ ελαττονησει εως ημερας του δουναι κυριον τον υετον επι της γης
14 (ROH) Lebo takto hovorí Hospodin, Bôh Izraelov, že galeta múky sa nevytroví, ani nebude chýbať v nádobe oleja až do toho dňa, v ktorý dá Hospodin dážď na zem.

15 (LXX) και επορευθη η γυνη και εποιησεν και ησθιεν αυτη και αυτος και τα τεκνα αυτης
15 (ROH) A išla a učinila podľa slova Eliášovho. A tak jedla ona i on i jej dom za mnoho dní.

16 (LXX) και η υδρια του αλευρου ουκ εξελιπεν και ο καψακης του ελαιου ουκ ελαττονωθη κατα το ρημα κυριου ο ελαλησεν εν χειρι ηλιου
16 (ROH) Galeta múky sa neminula, ani nechýbalo z nádoby oleja, podľa slova Hospodinovho, ktoré hovoril skrze Eliáša.

17 (LXX) και εγενετο μετα ταυτα και ηρρωστησεν ο υιος της γυναικος της κυριας του οικου και ην η αρρωστια αυτου κραταια σφοδρα εως ου ουχ υπελειφθη εν αυτω πνευμα
17 (ROH) A stalo sa po týchto udalostiach, že onemocnel syn ženy, panej domu. A jeho nemoc bola veľmi ťažká, takže nezostalo v ňom ani dychu.

18 (LXX) και ειπεν προς ηλιου τι εμοι και σοι ανθρωπε του θεου εισηλθες προς με του αναμνησαι τας αδικιας μου και θανατωσαι τον υιον μου
18 (ROH) A riekla Eliášovi: Čo ja mám s tebou, mužu Boží? Prišiel si ku mne nato, aby si mi pripomenul moju neprávosť a aby si usmrtil môjho syna?

19 (LXX) και ειπεν ηλιου προς την γυναικα δος μοι τον υιον σου και ελαβεν αυτον εκ του κολπου αυτης και ανηνεγκεν αυτον εις το υπερωον εν ω αυτος εκαθητο εκει και εκοιμισεν αυτον επι της κλινης αυτου
19 (ROH) Ale on jej povedal: Daj mi svojho syna. A vezmúc ho z jej lona vyniesol ho do horného príbytku, v ktorom on býval, a položil ho na svoju posteľ.

20 (LXX) και ανεβοησεν ηλιου και ειπεν οιμμοι κυριε ο μαρτυς της χηρας μεθ' ης εγω κατοικω μετ' αυτης συ κεκακωκας του θανατωσαι τον υιον αυτης
20 (ROH) A volal k Hospodinovi a riekol: Hospodine, môj Bože, či aj na vdovu, u ktorej pohostínim, doložíš také zlo usmrtiac jej syna?

21 (LXX) και ενεφυσησεν τω παιδαριω τρις και επεκαλεσατο τον κυριον και ειπεν κυριε ο θεος μου επιστραφητω δη η ψυχη του παιδαριου τουτου εις αυτον
21 (ROH) A vystrel sa na dieťa tri razy a volal k Hospodinovi a riekol: Hospodine, môj Bože, prosím, nech sa navráti duša tohoto dieťaťa do jeho vnútornosti!

22 (LXX) και εγενετο ουτως και ανεβοησεν το παιδαριον
22 (ROH) A Hospodin vyslyšal hlas Eliášov, a duša dieťaťa sa navrátila do jeho vnútorností, a ožilo.

23 (LXX) και κατηγαγεν αυτον απο του υπερωου εις τον οικον και εδωκεν αυτον τη μητρι αυτου και ειπεν ηλιου βλεπε ζη ο υιος σου
23 (ROH) A Eliáš vezmúc dieťa sniesol ho s horného príbytku dolu do domu a dal ho jeho matke. A Eliáš riekol: Pozri, tvoj syn žije.

24 (LXX) και ειπεν η γυνη προς ηλιου ιδου εγνωκα οτι ανθρωπος θεου ει συ και ρημα κυριου εν στοματι σου αληθινον
24 (ROH) Na to povedala žena Eliášovi: Toto už teraz viem, že si ty muž Boží, a že slovo Hospodinovo je v tvojich ústach pravdou.


1Kr 17, 1-24





Verš 1
και ειπεν ηλιου ο προφητης ο θεσβιτης εκ θεσβων της γαλααδ προς αχααβ ζη κυριος ο θεος των δυναμεων ο θεος ισραηλ ω παρεστην ενωπιον αυτου ει εσται τα ετη ταυτα δροσος και υετος οτι ει μη δια στοματος λογου μου
Jak 5:17 -

Verš 9
αναστηθι και πορευου εις σαρεπτα της σιδωνιας ιδου εντεταλμαι εκει γυναικι χηρα του διατρεφειν σε
Lk 4:25 -

1Kr 17,1 - Tesbe je asi dnešné zborenisko el-Istib, 13 km severne od rieky Jabok.

1Kr 17,6 - Podľa LXX krkavce donášali ráno chlieb a večer mäso.

1Kr 17,9 - Sarepta je dnešná dedinka Sarafand medzi Týrom a Sidonom (dnešnou Saidou). Eliáš mal aj pohanom hlásať pravého Boha.

1Kr 17,18 - Poverčivá pohanka sa bojí Eliáša a jeho Boha. Myslí si, že si prísny Boh Izraelitov v prítomnosti svätého muža pripomenul nejaký jej hriech a tresce ju zaň. Zabúda, koľko dobroty jej preukazuje Boh, a to zázračným spôsobom, prostredníctvom Eliáša, a bola by radšej, keby Eliáš nebol u nej.

1Kr 17,21 - Porov. 2 Kr 4,34; Sk 20,10.