výhody registrácie

1. kniha kráľov

Biblia - Sväté písmo

(LXX - Grécky - LXX)

1Kr 12, 1-54

1 (LXX) και πορευεται βασιλευς ροβοαμ εις σικιμα οτι εις σικιμα ηρχοντο πας ισραηλ βασιλευσαι αυτον
1 (ROH) A Rechabeám odišiel do Sichema, lebo do Sichema bol prišiel celý Izrael, aby ho učinili kráľom.

3 (LXX) και ελαλησεν ο λαος προς τον βασιλεα ροβοαμ λεγοντες
2 (ROH) A stalo sa, keď počul Jeroboám, syn Nebátov, o smrti Šalamúnovej súc ešte v Egypte, kam bol utiekol pred kráľom Šalamúnom, že Jeroboám zostal v Egypte.

4 (LXX) ο πατηρ σου εβαρυνεν τον κλοιον ημων και συ νυν κουφισον απο της δουλειας του πατρος σου της σκληρας και απο του κλοιου αυτου του βαρεος ου εδωκεν εφ' ημας και δουλευσομεν σοι
3 (ROH) Ale poslali po neho a povolali ho. A tak prišiel Jeroboám i celé shromaždenie Izraelovo, a hovorili Rechabeámovi a riekli:

5 (LXX) και ειπεν προς αυτους απελθετε εως ημερων τριων και αναστρεψατε προς με και απηλθον
4 (ROH) Tvoj otec urobil tvrdým a ťažkým naše jarmo, a tak teraz ty ho poľahči a ujmi z tvrdej služby svojho otca a s nášho ťažkého jarma, ktoré vložil na nás, a budeme ti slúžiť.

6 (LXX) και παρηγγειλεν ο βασιλευς τοις πρεσβυτεροις οι ησαν παρεστωτες ενωπιον σαλωμων του πατρος αυτου ετι ζωντος αυτου λεγων πως υμεις βουλευεσθε και αποκριθω τω λαω τουτω λογον
5 (ROH) A on im povedal: Odídite a dočkajte ešte tri dni a potom sa navráťte ku mne. A tak odišiel ľud.

7 (LXX) και ελαλησαν προς αυτον λεγοντες ει εν τη ημερα ταυτη εση δουλος τω λαω τουτω και δουλευσης αυτοις και λαλησης αυτοις λογους αγαθους και εσονται σοι δουλοι πασας τας ημερας
6 (ROH) Vtedy sa radil kráľ Rechabeám so starcami, ktorí stávali pred Šalamúnom, jeho otcom, kým žil, a povedal: Ako vy radíte, jakú dať odpoveď tomuto ľudu?

8 (LXX) και εγκατελιπεν την βουλην των πρεσβυτερων α συνεβουλευσαντο αυτω και συνεβουλευσατο μετα των παιδαριων των εκτραφεντων μετ' αυτου των παρεστηκοτων προ προσωπου αυτου
7 (ROH) A hovorili mu a riekli: Ak ty dnes budeš služobníkom tomuto ľudu a poslúžiš im a odpovieš im a budeš im hovoriť dobré slová, budú ti služobníkmi po všetky dni.

9 (LXX) και ειπεν αυτοις τι υμεις συμβουλευετε και τι αποκριθω τω λαω τουτω τοις λαλησασιν προς με λεγοντων κουφισον απο του κλοιου ου εδωκεν ο πατηρ σου εφ' ημας
8 (ROH) Ale opustil radu starcov, ktorú mu dali, a radil sa s mládencami, ktorí rástli s ním a ktorí stáli pred ním.

10 (LXX) και ελαλησαν προς αυτον τα παιδαρια τα εκτραφεντα μετ' αυτου οι παρεστηκοτες προ προσωπου αυτου λεγοντες ταδε λαλησεις τω λαω τουτω τοις λαλησασι προς σε λεγοντες ο πατηρ σου εβαρυνεν τον κλοιον ημων και συ νυν κουφισον αφ' ημων ταδε λαλησεις προς αυτους η μικροτης μου παχυτερα της οσφυος του πατρος μου
9 (ROH) A povedal im: Čo vy radíte, čo máme odpovedať tomuto ľudu, ktorí mi hovorili a riekli: Poľahči nám a ujmi z jarma, ktoré vložil na nás tvoj otec.

11 (LXX) και νυν ο πατηρ μου επεσασσετο υμας κλοιω βαρει καγω προσθησω επι τον κλοιον υμων ο πατηρ μου επαιδευσεν υμας εν μαστιγξιν εγω δε παιδευσω υμας εν σκορπιοις
10 (ROH) A mládenci, ktorí rástli s ním, mu hovorili a riekli: Takto povieš tomu ľudu, ktorí ti hovorili a riekli: Tvoj otec učinil ťažkým naše jarmo, ale ty poľahči a ujmi z našeho jarma, tedy takto im budeš hovoriť: Môj malíček je tlstejší, ako boly bedrá môjho otca.

12 (LXX) και παρεγενοντο πας ισραηλ προς τον βασιλεα ροβοαμ εν τη ημερα τη τριτη καθοτι ελαλησεν αυτοις ο βασιλευς λεγων αναστραφητε προς με τη ημερα τη τριτη
11 (ROH) A tak teraz, môj otec vraj naložil na vás ťažké jarmo, ale ja ešte pridám na vaše jarmo; môj otec vás trestal bičíkmi, ale ja vás budem trestať uzlovatými bičmi.

13 (LXX) και απεκριθη ο βασιλευς προς τον λαον σκληρα και εγκατελιπεν ροβοαμ την βουλην των πρεσβυτερων α συνεβουλευσαντο αυτω
12 (ROH) Nuž prišiel Jeroboám i všetok ľud k Rechabeámovi tretieho dňa, jako hovoril kráľ povediac: Navráťte sa ku mne tretieho dňa.

14 (LXX) και ελαλησεν προς αυτους κατα την βουλην των παιδαριων λεγων ο πατηρ μου εβαρυνεν τον κλοιον υμων καγω προσθησω επι τον κλοιον υμων ο πατηρ μου επαιδευσεν υμας εν μαστιγξιν καγω παιδευσω υμας εν σκορπιοις
13 (ROH) A kráľ odpovedal ľudu tvrde a opustiac radu starcov, ktorú mu dali,

15 (LXX) και ουκ ηκουσεν ο βασιλευς του λαου οτι ην μεταστροφη παρα κυριου οπως στηση το ρημα αυτου ο ελαλησεν εν χειρι αχια του σηλωνιτου περι ιεροβοαμ υιου ναβατ
14 (ROH) hovoril im podľa rady detí-mládencov a povedal: Môj otec učinil ťažkým vaše jarmo, ale ja ešte pridám na vaše jarmo; môj otec vás trestal bičíkmi, ale ja vás budem trestať uzlovatými bičmi.

16 (LXX) και ειδον πας ισραηλ οτι ουκ ηκουσεν ο βασιλευς αυτων και απεκριθη ο λαος τω βασιλει λεγων τις ημιν μερις εν δαυιδ και ουκ εστιν ημιν κληρονομια εν υιω ιεσσαι αποτρεχε ισραηλ εις τα σκηνωματα σου νυν βοσκε τον οικον σου δαυιδ και απηλθεν ισραηλ εις τα σκηνωματα αυτου
15 (ROH) A neposlúchol a nepovolil kráľ ľudu, lebo to bol obrat od Hospodina, aby postavil svoje slovo, ktoré hovoril Hospodin skrze Achiáša Silonského Jeroboámovi, synovi Nebátovmu.

18 (LXX) και απεστειλεν ο βασιλευς τον αδωνιραμ τον επι του φορου και ελιθοβολησαν αυτον πας ισραηλ εν λιθοις και απεθανεν και ο βασιλευς ροβοαμ εφθασεν αναβηναι του φυγειν εις ιερουσαλημ
16 (ROH) Keď videl celý Izrael, že ho nevyslyšal kráľ, takto odpovedal ľud kráľovi a riekol: Akýže máme podiel v Dávidovi? Ani nemáme dedičstva v synovi Izaiho! Do svojich stánov, Izraelu! Teraz už opatri svoj dom, Dávide! A tak odišiel Izrael do svojich stánov.

19 (LXX) και ηθετησεν ισραηλ εις τον οικον δαυιδ εως της ημερας ταυτης
17 (ROH) Ale čo do synov Izraelových, ktorí bývali v mestách Júdových, nad tými kraľoval Rechabeám.

20 (LXX) και εγενετο ως ηκουσεν πας ισραηλ οτι ανεκαμψεν ιεροβοαμ εξ αιγυπτου και απεστειλαν και εκαλεσαν αυτον εις την συναγωγην και εβασιλευσαν αυτον επι ισραηλ και ουκ ην οπισω οικου δαυιδ παρεξ σκηπτρου ιουδα και βενιαμιν μονοι
18 (ROH) A keď potom poslal kráľ Rechabeám Adoráma, ktorý bol nad daňami, celý Izrael ho uhádzal kamením, aj zomrel. A kráľ Rechabeám sobral všetku silu, aby vysadol na voz a utiekol do Jeruzalema.

21 (LXX) και ροβοαμ εισηλθεν εις ιερουσαλημ και εξεκκλησιασεν την συναγωγην ιουδα και σκηπτρον βενιαμιν εκατον και εικοσι χιλιαδες νεανιων ποιουντων πολεμον του πολεμειν προς οικον ισραηλ επιστρεψαι την βασιλειαν ροβοαμ υιω σαλωμων
19 (ROH) Tak tedy sa vzbúril Izrael proti domu Dávidovmu a odpadol od neho, a je tak až do tohoto dňa.

22 (LXX) και εγενετο λογος κυριου προς σαμαιαν ανθρωπον του θεου λεγων
20 (ROH) A stalo sa, keď počul celý Izrael, že sa navrátil Jeroboám, poslali k nemu a povolali ho do shromaždenia a učinili ho kráľom nad celým Izraelom. Nebolo nikoho, kto by bol išiel za domom Dávidovým krome samotného pokolenia Júdovho.

23 (LXX) ειπον τω ροβοαμ υιω σαλωμων βασιλει ιουδα και προς παντα οικον ιουδα και βενιαμιν και τω καταλοιπω του λαου λεγων
21 (ROH) Keď potom prišiel Rechabeám do Jeruzalema, shromaždil všetok dom Júdov i pokolenie Benjaminovo, sto osemdesiat tisíc vybraných mužov vojenných, aby bojovali proti domu Izraelovmu nato, aby prinavrátili kráľovstvo Rechabeámovi, synovi Šalamúnovmu.

24 (LXX) ταδε λεγει κυριος ουκ αναβησεσθε ουδε πολεμησετε μετα των αδελφων υμων υιων ισραηλ αναστρεφετω εκαστος εις τον οικον εαυτου οτι παρ' εμου γεγονεν το ρημα τουτο και ηκουσαν του λογου κυριου και κατεπαυσαν του πορευθηναι κατα το ρημα κυριου
22 (ROH) Ale stalo sa slovo Božie k Šemaiášovi, mužovi Božiemu, povediac:

24 (LXX) και ο βασιλευς σαλωμων κοιμαται μετα των πατερων αυτου και θαπτεται μετα των πατερων αυτου εν πολει δαυιδ και εβασιλευσεν ροβοαμ υιος αυτου αντ' αυτου εν ιερουσαλημ υιος ων εκκαιδεκα ετων εν τω βασιλευειν αυτον και δωδεκα ετη εβασιλευσεν εν ιερουσαλημ και ονομα της μητρος αυτου νααναν θυγατηρ αναν υιου ναας βασιλεως υιων αμμων και εποιησεν το πονηρον ενωπιον κυριου και ουκ επορευθη εν οδω δαυιδ του πατρος αυτου
23 (ROH) Povedz Rechabeámovi, synovi Šalamúnovmu, judskému kráľovi, a celému domu Júdovmu i Benjaminovi aj ostatku ľudu a riekni:

24 (LXX) και ην ανθρωπος εξ ορους εφραιμ δουλος τω σαλωμων και ονομα αυτω ιεροβοαμ και ονομα της μητρος αυτου σαριρα γυνη πορνη και εδωκεν αυτον σαλωμων εις αρχοντα σκυταλης επι τας αρσεις οικου ιωσηφ και ωκοδομησεν τω σαλωμων την σαριρα την εν ορει εφραιμ και ησαν αυτω αρματα τριακοσια ιππων ουτος ωκοδομησεν την ακραν εν ταις αρσεσιν οικου εφραιμ ουτος συνεκλεισεν την πολιν δαυιδ και ην επαιρομενος επι την βασιλειαν
24 (ROH) Takto hovorí Hospodin: Nechoďte hore ani nebojujte proti svojim bratom, synom Izraelovým! Navráťte sa každý do svojho domu, lebo odo mňa sa stala tá vec. A poslúchli slovo Hospodinovo a vrátili sa, aby odišli podľa slova Hospodinovho.

24 (LXX) και εζητει σαλωμων θανατωσαι αυτον και εφοβηθη και απεδρα αυτος προς σουσακιμ βασιλεα αιγυπτου και ην μετ' αυτου εως απεθανεν σαλωμων
25 (ROH) Potom vystavil Jeroboám Sichem na vrchu Efraimovom a býval v ňom. A vyjdúc odtiaľ vystavil Penuel.

24 (LXX) και ηκουσεν ιεροβοαμ εν αιγυπτω οτι τεθνηκεν σαλωμων και ελαλησεν εις τα ωτα σουσακιμ βασιλεως αιγυπτου λεγων εξαποστειλον με και απελευσομαι εγω εις την γην μου και ειπεν αυτω σουσακιμ αιτησαι τι αιτημα και δωσω σοι
26 (ROH) Ale potom si povedal Jeroboám vo svojom srdci: Teraz sa navráti kráľovstvo k domu Dávidovmu.

24 (LXX) και σουσακιμ εδωκεν τω ιεροβοαμ την ανω αδελφην θεκεμινας την πρεσβυτεραν της γυναικος αυτου αυτω εις γυναικα αυτη ην μεγαλη εν μεσω των θυγατερων του βασιλεως και ετεκεν τω ιεροβοαμ τον αβια υιον αυτου
27 (ROH) Ak bude tento ľud chodiť hore obetovať obeti v dome Hospodinovom v Jeruzaleme, obráti sa srdce tohoto ľudu k svojmu pánovi, k Rechabeámovi, judskému kráľovi, a zabijú ma a navrátia sa k Rechabeámovi, judskému kráľovi.

24 (LXX) και ειπεν ιεροβοαμ προς σουσακιμ οντως εξαποστειλον με και απελευσομαι και εξηλθεν ιεροβοαμ εξ αιγυπτου και ηλθεν εις γην σαριρα την εν ορει εφραιμ και συναγεται εκει παν σκηπτρον εφραιμ και ωκοδομησεν ιεροβοαμ εκει χαρακα
28 (ROH) A kráľ poradiac sa spravil dvoje zlatých teliat a povedal im, ľuďom: Už ste sa dosť nachodili hore do Jeruzalema! Tu hľa, tvoji bohovia, Izraelu, ktorí ťa vyviedli hore z Egyptskej zeme!

24 (LXX) και ηρρωστησε το παιδαριον αυτου αρρωστιαν κραταιαν σφοδρα και επορευθη ιεροβοαμ επερωτησαι υπερ του παιδαριου και ειπε προς ανω την γυναικα αυτου αναστηθι και πορευου επερωτησον τον θεον υπερ του παιδαριου ει ζησεται εκ της αρρωστιας αυτου
29 (ROH) A postavil jedno v Bét-ele a druhé dal do Dána.

24 (LXX) και ανθρωπος ην εν σηλω και ονομα αυτω αχια και ουτος ην υιος εξηκοντα ετων και ρημα κυριου μετ' αυτου και ειπεν ιεροβοαμ προς την γυναικα αυτου αναστηθι και λαβε εις την χειρα σου τω ανθρωπω του θεου αρτους και κολλυρια τοις τεκνοις αυτου και σταφυλην και σταμνον μελιτος
30 (ROH) Ale tá vec bola na hriech. A tak chodil ľud pred to jedno až do Dána.

24 (LXX) και ανεστη η γυνη και ελαβεν εις την χειρα αυτης αρτους και δυο κολλυρια και σταφυλην και σταμνον μελιτος τω αχια και ο ανθρωπος πρεσβυτερος και οι οφθαλμοι αυτου ημβλυωπουν του βλεπειν
31 (ROH) A spravil dom výšin a narobil kňazov z najposlednejších z ľudu, ktorí neboli zo synov Léviho.

24 (LXX) και ανεστη εκ σαριρα και πορευεται και εγενετο εισελθουσης αυτης εις την πολιν προς αχια τον σηλωνιτην και ειπεν αχια τω παιδαριω αυτου εξελθε δη εις απαντην ανω τη γυναικι ιεροβοαμ και ερεις αυτη εισελθε και μη στης οτι ταδε λεγει κυριος σκληρα εγω επαποστελω επι σε
32 (ROH) A Jeroboám spravil i sviatok ôsmeho mesiaca, pätnásteho dňa toho mesiaca, jako je sviatok, ktorý sa svätí v Judsku, a obetoval zápalnú obeť na oltári. Tak urobil v Bét-ele obetujúc teľatám, ktoré spravil. A postavil v Bét-ele kňazov výšin, ktoré spravil.

24 (LXX) και εισηλθεν ανω προς τον ανθρωπον του θεου και ειπεν αυτη αχια ινα τι μοι ενηνοχας αρτους και σταφυλην και κολλυρια και σταμνον μελιτος ταδε λεγει κυριος ιδου συ απελευση απ' εμου και εσται εισελθουσης σου την πυλην εις σαριρα και τα κορασια σου εξελευσονται σοι εις συναντησιν και ερουσιν σοι το παιδαριον τεθνηκεν
33 (ROH) A tedy obetoval na oltári, ktorý spravil v Bét-ele, pätnásteho dňa ôsmeho mesiaca, toho mesiaca, ktorý si sám vymyslel. A tak spravil sviatok synom Izraelovým a vystúpil nad oltár, aby kadil.

24 (LXX) οτι ταδε λεγει κυριος ιδου εγω εξολεθρευσω του ιεροβοαμ ουρουντα προς τοιχον και εσονται οι τεθνηκοτες του ιεροβοαμ εν τη πολει καταφαγονται οι κυνες και τον τεθνηκοτα εν τω αγρω καταφαγεται τα πετεινα του ουρανου και το παιδαριον κοψονται ουαι κυριε οτι ευρεθη εν αυτω ρημα καλον περι του κυριου
34 ----

24 (LXX) και απηλθεν η γυνη ως ηκουσεν και εγενετο ως εισηλθεν εις την σαριρα και το παιδαριον απεθανεν και εξηλθεν η κραυγη εις απαντην
35 ----

24 (LXX) και επορευθη ιεροβοαμ εις σικιμα την εν ορει εφραιμ και συνηθροισεν εκει τας φυλας του ισραηλ και ανεβη εκει ροβοαμ υιος σαλωμων και λογος κυριου εγενετο προς σαμαιαν τον ελαμι λεγων λαβε σεαυτω ιματιον καινον το ουκ εισεληλυθος εις υδωρ και ρηξον αυτο δωδεκα ρηγματα και δωσεις τω ιεροβοαμ και ερεις αυτω ταδε λεγει κυριος λαβε σεαυτω δεκα ρηγματα του περιβαλεσθαι σε και ελαβεν ιεροβοαμ και ειπεν σαμαιας ταδε λεγει κυριος επι τας δεκα φυλας του ισραηλ
36 ----

24 (LXX) και ειπεν ο λαος προς ροβοαμ υιον σαλωμων ο πατηρ σου εβαρυνεν τον κλοιον αυτου εφ' ημας και εβαρυνεν τα βρωματα της τραπεζης αυτου και νυν ει κουφιεις συ εφ' ημας και δουλευσομεν σοι και ειπεν ροβοαμ προς τον λαον ετι τριων ημερων και αποκριθησομαι υμιν ρημα
37 ----

24 (LXX) και ειπεν ροβοαμ εισαγαγετε μοι τους πρεσβυτερους και συμβουλευσομαι μετ' αυτων τι αποκριθω τω λαω ρημα εν τη ημερα τη τριτη και ελαλησεν ροβοαμ εις τα ωτα αυτων καθως απεστειλεν ο λαος προς αυτον και ειπον οι πρεσβυτεροι του λαου ουτως ελαλησεν προς σε ο λαος
38 ----

24 (LXX) και διεσκεδασεν ροβοαμ την βουλην αυτων και ουκ ηρεσεν ενωπιον αυτου και απεστειλεν και εισηγαγεν τους συντροφους αυτου και ελαλησεν αυτοις τα αυτα και ταυτα απεστειλεν προς με λεγων ο λαος και ειπαν οι συντροφοι αυτου ουτως λαλησεις προς τον λαον λεγων η μικροτης μου παχυτερα υπερ την οσφυν του πατρος μου ο πατηρ μου εμαστιγου υμας μαστιγξιν εγω δε καταρξω υμων εν σκορπιοις
39 ----

24 (LXX) και ηρεσεν το ρημα ενωπιον ροβοαμ και απεκριθη τω λαω καθως συνεβουλευσαν αυτω οι συντροφοι αυτου τα παιδαρια
40 ----

24 (LXX) και ειπεν πας ο λαος ως ανηρ εις εκαστος τω πλησιον αυτου και ανεκραξαν απαντες λεγοντες ου μερις ημιν εν δαυιδ ουδε κληρονομια εν υιω ιεσσαι εις τα σκηνωματα σου ισραηλ οτι ουτος ο ανθρωπος ουκ εις αρχοντα ουδε εις ηγουμενον
41 ----

24 (LXX) και διεσπαρη πας ο λαος εκ σικιμων και απηλθεν εκαστος εις το σκηνωμα αυτου και κατεκρατησεν ροβοαμ και απηλθεν και ανεβη επι το αρμα αυτου και εισηλθεν εις ιερουσαλημ και πορευονται οπισω αυτου παν σκηπτρον ιουδα και παν σκηπτρον βενιαμιν
42 ----

24 (LXX) και εγενετο ενισταμενου του ενιαυτου και συνηθροισεν ροβοαμ παντα ανδρα ιουδα και βενιαμιν και ανεβη του πολεμειν προς ιεροβοαμ εις σικιμα
43 ----

24 (LXX) και εγενετο ρημα κυριου προς σαμαιαν ανθρωπον του θεου λεγων ειπον τω ροβοαμ βασιλει ιουδα και προς παντα οικον ιουδα και βενιαμιν και προς το καταλειμμα του λαου λεγων ταδε λεγει κυριος ουκ αναβησεσθε ουδε πολεμησετε προς τους αδελφους υμων υιους ισραηλ αναστρεφετε εκαστος εις τον οικον αυτου οτι παρ' εμου γεγονεν το ρημα τουτο
44 ----

24 (LXX) και ηκουσαν του λογου κυριου και ανεσχον του πορευθηναι κατα το ρημα κυριου
45 ----

25 (LXX) και ωκοδομησεν ιεροβοαμ την σικιμα την εν ορει εφραιμ και κατωκει εν αυτη και εξηλθεν εκειθεν και ωκοδομησεν την φανουηλ
46 ----

26 (LXX) και ειπεν ιεροβοαμ εν τη καρδια αυτου ιδου νυν επιστρεψει η βασιλεια εις οικον δαυιδ
47 ----

27 (LXX) εαν αναβη ο λαος ουτος αναφερειν θυσιας εν οικω κυριου εις ιερουσαλημ και επιστραφησεται καρδια του λαου προς κυριον και κυριον αυτων προς ροβοαμ βασιλεα ιουδα και αποκτενουσιν με
48 ----

28 (LXX) και εβουλευσατο ο βασιλευς και επορευθη και εποιησεν δυο δαμαλεις χρυσας και ειπεν προς τον λαον ικανουσθω υμιν αναβαινειν εις ιερουσαλημ ιδου θεοι σου ισραηλ οι αναγαγοντες σε εκ γης αιγυπτου
49 ----

29 (LXX) και εθετο την μιαν εν βαιθηλ και την μιαν εδωκεν εν δαν
50 ----

30 (LXX) και εγενετο ο λογος ουτος εις αμαρτιαν και επορευετο ο λαος προ προσωπου της μιας εως δαν
51 ----

31 (LXX) και εποιησεν οικους εφ' υψηλων και εποιησεν ιερεις μερος τι εκ του λαου οι ουκ ησαν εκ των υιων λευι
52 ----

32 (LXX) και εποιησεν ιεροβοαμ εορτην εν τω μηνι τω ογδοω εν τη πεντεκαιδεκατη ημερα του μηνος κατα την εορτην την εν γη ιουδα και ανεβη επι το θυσιαστηριον ο εποιησεν εν βαιθηλ του θυειν ταις δαμαλεσιν αις εποιησεν και παρεστησεν εν βαιθηλ τους ιερεις των υψηλων ων εποιησεν
53 ----

33 (LXX) και ανεβη επι το θυσιαστηριον ο εποιησεν τη πεντεκαιδεκατη ημερα εν τω μηνι τω ογδοω εν τη εορτη η επλασατο απο καρδιας αυτου και εποιησεν εορτην τοις υιοις ισραηλ και ανεβη επι το θυσιαστηριον του επιθυσαι
54 ----


1Kr 12, 1-54





Verš 1
και πορευεται βασιλευς ροβοαμ εις σικιμα οτι εις σικιμα ηρχοντο πας ισραηλ βασιλευσαι αυτον
2Krn 10:1 - και ηλθεν ροβοαμ εις συχεμ οτι εις συχεμ ηρχετο πας ισραηλ βασιλευσαι αυτον

Verš 2
1Kr 11:40 - και εζητησεν σαλωμων θανατωσαι τον ιεροβοαμ και ανεστη και απεδρα εις αιγυπτον προς σουσακιμ βασιλεα αιγυπτου και ην εν αιγυπτω εως ου απεθανεν σαλωμων

Verš 4
ο πατηρ σου εβαρυνεν τον κλοιον ημων και συ νυν κουφισον απο της δουλειας του πατρος σου της σκληρας και απο του κλοιου αυτου του βαρεος ου εδωκεν εφ' ημας και δουλευσομεν σοι
2Krn 10:4 - ο πατηρ σου εσκληρυνεν τον ζυγον ημων και νυν αφες απο της δουλειας του πατρος σου της σκληρας και απο του ζυγου αυτου του βαρεος ου εδωκεν εφ' ημας και δουλευσομεν σοι

Verš 15
και ουκ ηκουσεν ο βασιλευς του λαου οτι ην μεταστροφη παρα κυριου οπως στηση το ρημα αυτου ο ελαλησεν εν χειρι αχια του σηλωνιτου περι ιεροβοαμ υιου ναβατ
1Kr 11:11 - και ειπεν κυριος προς σαλωμων ανθ' ων εγενετο ταυτα μετα σου και ουκ εφυλαξας τας εντολας μου και τα προσταγματα μου α ενετειλαμην σοι διαρρησσων διαρρηξω την βασιλειαν σου εκ χειρος σου και δωσω αυτην τω δουλω σου
1Kr 11:31 - και ειπεν τω ιεροβοαμ λαβε σεαυτω δεκα ρηγματα οτι ταδε λεγει κυριος ο θεος ισραηλ ιδου εγω ρησσω την βασιλειαν εκ χειρος σαλωμων και δωσω σοι δεκα σκηπτρα

Verš 16
και ειδον πας ισραηλ οτι ουκ ηκουσεν ο βασιλευς αυτων και απεκριθη ο λαος τω βασιλει λεγων τις ημιν μερις εν δαυιδ και ουκ εστιν ημιν κληρονομια εν υιω ιεσσαι αποτρεχε ισραηλ εις τα σκηνωματα σου νυν βοσκε τον οικον σου δαυιδ και απηλθεν ισραηλ εις τα σκηνωματα αυτου
2Sam 20:1 - και εκει επικαλουμενος υιος παρανομος και ονομα αυτω σαβεε υιος βοχορι ανηρ ο ιεμενι και εσαλπισεν εν τη κερατινη και ειπεν ουκ εστιν ημιν μερις εν δαυιδ ουδε κληρονομια ημιν εν τω υιω ιεσσαι ανηρ εις τα σκηνωματα σου ισραηλ

Verš 18
και απεστειλεν ο βασιλευς τον αδωνιραμ τον επι του φορου και ελιθοβολησαν αυτον πας ισραηλ εν λιθοις και απεθανεν και ο βασιλευς ροβοαμ εφθασεν αναβηναι του φυγειν εις ιερουσαλημ
1Kr 4:6 - και αχιηλ οικονομος και ελιαβ υιος σαφ επι της πατριας και αδωνιραμ υιος εφρα επι των φορων
1Kr 5:14 - και παρεγινοντο παντες οι λαοι ακουσαι της σοφιας σαλωμων και ελαμβανεν δωρα παρα παντων των βασιλεων της γης οσοι ηκουον της σοφιας αυτου

Verš 19
και ηθετησεν ισραηλ εις τον οικον δαυιδ εως της ημερας ταυτης
2Kr 17:21 - οτι πλην ισραηλ επανωθεν οικου δαυιδ και εβασιλευσαν τον ιεροβοαμ υιον ναβατ και εξεωσεν ιεροβοαμ τον ισραηλ εξοπισθεν κυριου και εξημαρτεν αυτους αμαρτιαν μεγαλην

Verš 21
και ροβοαμ εισηλθεν εις ιερουσαλημ και εξεκκλησιασεν την συναγωγην ιουδα και σκηπτρον βενιαμιν εκατον και εικοσι χιλιαδες νεανιων ποιουντων πολεμον του πολεμειν προς οικον ισραηλ επιστρεψαι την βασιλειαν ροβοαμ υιω σαλωμων
2Krn 11:1 - και ηλθεν ροβοαμ εις ιερουσαλημ και εξεκκλησιασεν τον ιουδαν και βενιαμιν εκατον ογδοηκοντα χιλιαδας νεανισκων ποιουντων πολεμον και επολεμει προς ισραηλ του επιστρεψαι την βασιλειαν τω ροβοαμ

Verš 22
και εγενετο λογος κυριου προς σαμαιαν ανθρωπον του θεου λεγων
2Krn 11:2 - και εγενετο λογος κυριου προς σαμαιαν ανθρωπον του θεου λεγων

Verš 25
και ωκοδομησεν ιεροβοαμ την σικιμα την εν ορει εφραιμ και κατωκει εν αυτη και εξηλθεν εκειθεν και ωκοδομησεν την φανουηλ
Ex 32:30 - και εγενετο μετα την αυριον ειπεν μωυσης προς τον λαον υμεις ημαρτηκατε αμαρτιαν μεγαλην και νυν αναβησομαι προς τον θεον ινα εξιλασωμαι περι της αμαρτιας υμων

Verš 28
και εβουλευσατο ο βασιλευς και επορευθη και εποιησεν δυο δαμαλεις χρυσας και ειπεν προς τον λαον ικανουσθω υμιν αναβαινειν εις ιερουσαλημ ιδου θεοι σου ισραηλ οι αναγαγοντες σε εκ γης αιγυπτου
2Kr 17:16 - εγκατελιπον τας εντολας κυριου θεου αυτων και εποιησαν εαυτοις χωνευμα δυο δαμαλεις και εποιησαν αλση και προσεκυνησαν παση τη δυναμει του ουρανου και ελατρευσαν τω βααλ
Ex 32:8 - παρεβησαν ταχυ εκ της οδου ης ενετειλω αυτοις εποιησαν εαυτοις μοσχον και προσκεκυνηκασιν αυτω και τεθυκασιν αυτω και ειπαν ουτοι οι θεοι σου ισραηλ οιτινες ανεβιβασαν σε εκ γης αιγυπτου

Verš 31
και εποιησεν οικους εφ' υψηλων και εποιησεν ιερεις μερος τι εκ του λαου οι ουκ ησαν εκ των υιων λευι
Nm 3:10 - και ααρων και τους υιους αυτου καταστησεις επι της σκηνης του μαρτυριου και φυλαξουσιν την ιερατειαν αυτων και παντα τα κατα τον βωμον και εσω του καταπετασματος και ο αλλογενης ο απτομενος αποθανειται
1Kr 13:33 - και μετα το ρημα τουτο ουκ επεστρεψεν ιεροβοαμ απο της κακιας αυτου και επεστρεψεν και εποιησεν εκ μερους του λαου ιερεις υψηλων ο βουλομενος επληρου την χειρα αυτου και εγινετο ιερευς εις τα υψηλα
2Kr 17:32 - και ησαν φοβουμενοι τον κυριον και κατωκισαν τα βδελυγματα αυτων εν τοις οικοις των υψηλων α εποιησαν εν σαμαρεια εθνος εθνος εν πολει εν η κατωκουν εν αυτη και ησαν φοβουμενοι τον κυριον και εποιησαν εαυτοις ιερεις των υψηλων και εποιησαν εαυτοις εν οικω των υψηλων
2Krn 11:15 - και κατεστησεν εαυτω ιερεις των υψηλων και τοις ειδωλοις και τοις ματαιοις και τοις μοσχοις α εποιησεν ιεροβοαμ

1Kr 12,3 - Jeroboamovo meno sa do tohto v. dostalo omylom opisovača. Izraeliti sa len neskoršie dozvedeli o jeho návrate z Egypta, pozri v. 20.

1Kr 12,11 - "Šťúrmi" volali azda ostnatý bič, lebo úder takýmto bičom bolel ako pichnutie šťúra.

1Kr 12,12 - Meno Jeroboam sa i do tohto verša dostalo omylom. LXX ho nemá; porov. nižšie verš 20, z ktorého vidieť, že sa Izraeliti len neskoršie dozvedeli o návrate Jeroboama z Egypta.

1Kr 12,16 - Porov. 2 Sam 20,1.

1Kr 12,18 - O Aduramovi (Adoniramovi) pozri 4,6 a 2 Sam 20,24. Roboam chce utíšiť vzburu, na nešťastie však poslal rokovať s Izraelitmi práve svojho ministra verejných prác a ľud sa najviac bál týchto robôt.

1Kr 12,19 - Až do dnešného dňa - porov. pozn. 9,13 n.

1Kr 12,25 - Mesto Fanuel bolo v Zajordánsku pri rieke Jabok (Gn 32,31), východne od Sochotu (Sdc 8,8 n. a 17).

1Kr 12,28 - Jeroboam sotva chcel zaviesť vo svojej krajine modloslužbu, len pravého Boha chcel Izraelitom znázorniť v podobe býka, hoci zákon zakazoval Boha zobrazovať (Ex 20,4; 34,17). Výraz: "Hľa, tvoji bohovia" možno preložiť aj: "Hľa, tvoj Boh!"

1Kr 12,29 - Betel, dnes Betin, je 20 km severne od Jeruzalema. O Dane pozri 1 Sam 3,20.