výhody registrácie

2. kniha Samuelova

Biblia - Sväté písmo

(LXX - Grécky - LXX)

2Sam 19, 1-44

1 (LXX) και εταραχθη ο βασιλευς και ανεβη εις το υπερωον της πυλης και εκλαυσεν και ουτως ειπεν εν τω πορευεσθαι αυτον υιε μου αβεσσαλωμ υιε μου υιε μου αβεσσαλωμ τις δωη τον θανατον μου αντι σου εγω αντι σου αβεσσαλωμ υιε μου υιε μου
1 (ROH) Potom oznámili Joábovi, že hľa, kráľ plače a smúti za Absalomom.

2 (LXX) και ανηγγελη τω ιωαβ λεγοντες ιδου ο βασιλευς κλαιει και πενθει επι αβεσσαλωμ
2 (ROH) A tak sa obrátilo zachránenie a víťazstvo toho dňa na zármutok všetkému ľudu, lebo ľud počul toho dňa hovoriť: Kráľ žiali nad svojím synom.

3 (LXX) και εγενετο η σωτηρια εν τη ημερα εκεινη εις πενθος παντι τω λαω οτι ηκουσεν ο λαος εν τη ημερα εκεινη λεγων οτι λυπειται ο βασιλευς επι τω υιω αυτου
3 (ROH) Preto sa ľud iba kradol toho dňa vchádzajúc do mesta, jako sa kradne ľud, keď sa hanbí za to, že utiekol z boja.

4 (LXX) και διεκλεπτετο ο λαος εν τη ημερα εκεινη του εισελθειν εις την πολιν καθως διακλεπτεται ο λαος οι αισχυνομενοι εν τω αυτους φευγειν εν τω πολεμω
4 (ROH) A kráľ zakryl svoju tvár a kričal velikým hlasom: Môj synu, Absalome, Absalome, môj synu, môj synu!

5 (LXX) και ο βασιλευς εκρυψεν το προσωπον αυτου και εκραξεν ο βασιλευς φωνη μεγαλη λεγων υιε μου αβεσσαλωμ αβεσσαλωμ υιε μου
5 (ROH) Vtedy vošiel Joáb ku kráľovi do domu a riekol: Zahanbil si dnes tvár všetkých svojich služobníkov, ktorí dnes vyslobodili tvoj život i život tvojich synov i tvojich dcér i život tvojich žien i život tvojich ženín,

6 (LXX) και εισηλθεν ιωαβ προς τον βασιλεα εις τον οικον και ειπεν κατησχυνας σημερον το προσωπον παντων των δουλων σου των εξαιρουμενων σε σημερον και την ψυχην των υιων σου και των θυγατερων σου και την ψυχην των γυναικων σου και των παλλακων σου
6 (ROH) milujúc tých, ktorí ťa nenávidia, a nenávidiac tých, ktorí ťa milujú, lebo si dal dnes na vedomie, že nie sú ti ničím ani velitelia ani služobníci, lebo dnes viem, že keby žil Absalom, my všetci by sme boli dnes mŕtvi, a vtedy by sa ti to bolo ľúbilo.

7 (LXX) του αγαπαν τους μισουντας σε και μισειν τους αγαπωντας σε και ανηγγειλας σημερον οτι ουκ εισιν οι αρχοντες σου ουδε παιδες οτι εγνωκα σημερον οτι ει αβεσσαλωμ εζη παντες ημεις σημερον νεκροι οτι τοτε το ευθες ην εν οφθαλμοις σου
7 (ROH) A tak teraz vstaň, vyjdi a hovor k srdcu svojich služobníkov, lebo prisahám na Hospodina, že ak nevyjdeš, nikto nezostane s tebou tejto noci, a bude ti to horšie ako všetko to zlé, ktoré prišlo na teba od tvojej mladosti až do teraz.

8 (LXX) και νυν αναστας εξελθε και λαλησον εις την καρδιαν των δουλων σου οτι εν κυριω ωμοσα οτι ει μη εκπορευση σημερον ει αυλισθησεται ανηρ μετα σου την νυκτα ταυτην και επιγνωθι σεαυτω και κακον σοι τουτο υπερ παν το κακον το επελθον σοι εκ νεοτητος σου εως του νυν
8 (ROH) A tak vstal kráľ a posadil sa do brány, a oznámili všetkému ľudu a riekli: Hľa, kráľ sedí v bráne. A prišiel všetok ľud pred kráľa, a Izrael utiekol, každý do svojho stánu.

9 (LXX) και ανεστη ο βασιλευς και εκαθισεν εν τη πυλη και πας ο λαος ανηγγειλαν λεγοντες ιδου ο βασιλευς καθηται εν τη πυλη και εισηλθεν πας ο λαος κατα προσωπον του βασιλεως και ισραηλ εφυγεν ανηρ εις τα σκηνωματα αυτου
9 (ROH) Vtedy sa pravotil všetok ľud po všetkých pokoleniach Izraelových hovoriac: Kráľ nás vytrhol z ruky našich nepriateľov, a on to bol, ktorý nás vyslobodil z ruky Filištínov, a teraz utiekol zo zeme pred Absalomom.

10 (LXX) και ην πας ο λαος κρινομενος εν πασαις φυλαις ισραηλ λεγοντες ο βασιλευς δαυιδ ερρυσατο ημας απο παντων των εχθρων ημων και αυτος εξειλατο ημας εκ χειρος αλλοφυλων και νυν πεφευγεν απο της γης και απο της βασιλειας αυτου απο αβεσσαλωμ
10 (ROH) A Absalom, ktorého sme pomazali nad sebou, zomrel v boji. A tak teraz prečo mlčíte a nejdete doviesť kráľa zpät?

11 (LXX) και αβεσσαλωμ ον εχρισαμεν εφ' ημων απεθανεν εν τω πολεμω και νυν ινα τι υμεις κωφευετε του επιστρεψαι τον βασιλεα και το ρημα παντος ισραηλ ηλθεν προς τον βασιλεα
11 (ROH) Preto poslal kráľ Dávid k Cádokovi a k Ebiatárovi, kňazom, a riekol: Hovorte starším Júdovým a povedzte! Prečo máte byť poslední doviesť kráľa zpät do jeho domu, keďže reč celého Izraela sa doniesla ku kráľovi, že ho chcú dopraviť zpät do jeho domu.

12 (LXX) και ο βασιλευς δαυιδ απεστειλεν προς σαδωκ και προς αβιαθαρ τους ιερεις λεγων λαλησατε προς τους πρεσβυτερους ιουδα λεγοντες ινα τι γινεσθε εσχατοι του επιστρεψαι τον βασιλεα εις τον οικον αυτου και λογος παντος ισραηλ ηλθεν προς τον βασιλεα
12 (ROH) Vy ste moji bratia, moja kosť, a moje telo ste vy, nuž prečože máte byť poslední doviesť kráľa zpät?

13 (LXX) αδελφοι μου υμεις οστα μου και σαρκες μου υμεις και ινα τι γινεσθε εσχατοι του επιστρεψαι τον βασιλεα εις τον οικον αυτου
13 (ROH) A Amazovi poviete: Či nie si ty moja kosť a moje telo? Tak nech mi učiní Bôh a tak nech pridá, ak nebudeš veliteľom vojska predo mnou po všetky dni miesto Joába.

14 (LXX) και τω αμεσσαι ερειτε ουχι οστουν μου και σαρξ μου συ και νυν ταδε ποιησαι μοι ο θεος και ταδε προσθειη ει μη αρχων δυναμεως εση ενωπιον εμου πασας τας ημερας αντι ιωαβ
14 (ROH) A naklonil srdce všetkých mužov Júdových ako keby to bolo bývalo srdce jedného muža, a poslali ku kráľovi odkaz: Navráť sa ty i všetci tvoji služobníci!

15 (LXX) και εκλινεν την καρδιαν παντος ανδρος ιουδα ως ανδρος ενος και απεστειλαν προς τον βασιλεα λεγοντες επιστραφητι συ και παντες οι δουλοι σου
15 (ROH) A tak sa vrátil kráľ a prišiel až k Jordánu, a Júda prišiel do Gilgala, idúc naproti kráľovi, aby prepravil kráľa cez Jordán.

16 (LXX) και επεστρεψεν ο βασιλευς και ηλθεν εως του ιορδανου και ανδρες ιουδα ηλθαν εις γαλγαλα του πορευεσθαι εις απαντην του βασιλεως διαβιβασαι τον βασιλεα τον ιορδανην
16 (ROH) A poponáhľal sa aj Šimei, syn Géru, syn Jeminiho, ktorý bol z Bachúrima, a sišiel s mužmi Júdovými naproti kráľovi Dávidovi.

17 (LXX) και εταχυνεν σεμει υιος γηρα υιου του ιεμενι εκ βαουριμ και κατεβη μετα ανδρος ιουδα εις απαντην του βασιλεως δαυιδ
17 (ROH) A bolo s ním tisíc mužov z Benjamina, aj Cíba, služobník domu Saulovho, i pätnásť jeho synov a dvadsať jeho služobníkov s ním. A prešli cez Jordán pred kráľa.

18 (LXX) και χιλιοι ανδρες μετ' αυτου εκ του βενιαμιν και σιβα το παιδαριον του οικου σαουλ και δεκα πεντε υιοι αυτου μετ' αυτου και εικοσι δουλοι αυτου μετ' αυτου και κατευθυναν τον ιορδανην εμπροσθεν του βασιλεως
18 (ROH) A prešla na druhú stranu kompa, aby previezli dom kráľov a aby učinili to, čo by sa mu ľúbilo. A Šimei, syn Géru, padol pred kráľom, keď sa práve mal prepraviť cez Jordán.

19 (LXX) και ελειτουργησαν την λειτουργιαν του διαβιβασαι τον βασιλεα και διεβη η διαβασις εξεγειραι τον οικον του βασιλεως και του ποιησαι το ευθες εν οφθαλμοις αυτου και σεμει υιος γηρα επεσεν επι προσωπον αυτου ενωπιον του βασιλεως διαβαινοντος αυτου τον ιορδανην
19 (ROH) A povedal kráľovi: Nech mi nepočíta môj pán neprávosti, a nespomínaj toho, čo prevrátene učinil tvoj služobník toho dňa, ktorého vyšiel môj pán kráľ z Jeruzalema, a nech si toho neberie kráľ k svojmu srdcu.

20 (LXX) και ειπεν προς τον βασιλεα μη διαλογισασθω ο κυριος μου ανομιαν και μη μνησθης οσα ηδικησεν ο παις σου εν τη ημερα η ο κυριος μου ο βασιλευς εξεπορευετο εξ ιερουσαλημ του θεσθαι τον βασιλεα εις την καρδιαν αυτου
20 (ROH) Lebo tvoj služobník vie, že som zhrešil, a preto hľa, prišiel som dnes prvý z celého domu Jozefovho síduc naproti svojmu pánu kráľovi.

21 (LXX) οτι εγνω ο δουλος σου οτι εγω ημαρτον και ιδου εγω ηλθον σημερον προτερος παντος οικου ιωσηφ του καταβηναι εις απαντην του κυριου μου του βασιλεως
21 (ROH) Na to odpovedal Abišaj, syn Ceruje, a riekol: Či by za to nemal zomrieť Šimei, že zlorečil pomazanému Hospodinovmu?

22 (LXX) και απεκριθη αβεσσα υιος σαρουιας και ειπεν μη αντι τουτου ου θανατωθησεται σεμει οτι κατηρασατο τον χριστον κυριου
22 (ROH) Ale Dávid riekol: Čo ja mám s vami, synovia Ceruje, že sa mi dneská stávate protivníkmi - pokušiteľmi? Či azda dnes má niekto zomrieť z Izraela? Lebo či neviem, že som dnes kráľom nad Izraelom?

23 (LXX) και ειπεν δαυιδ τι εμοι και υμιν υιοι σαρουιας οτι γινεσθε μοι σημερον εις επιβουλον σημερον ου θανατωθησεται τις ανηρ εξ ισραηλ οτι ουκ οιδα ει σημερον βασιλευω εγω επι τον ισραηλ
23 (ROH) Potom riekol kráľ Šimeimu: Nezomrieš. A kráľ mu prisahal.

24 (LXX) και ειπεν ο βασιλευς προς σεμει ου μη αποθανης και ωμοσεν αυτω ο βασιλευς
24 (ROH) I Mefibóšet, syn Saulov, sišiel naproti kráľovi. A nebol ošetril svojich nôh ani nebol upravil svojej brady ani nebol opral svojich šiat od toho dňa, v ktorý bol odišiel kráľ, až do toho dňa, ktorého zase prišiel v pokoji.

25 (LXX) και μεμφιβοσθε υιος ιωναθαν υιου σαουλ κατεβη εις απαντην του βασιλεως και ουκ εθεραπευσεν τους ποδας αυτου ουδε ωνυχισατο ουδε εποιησεν τον μυστακα αυτου και τα ιματια αυτου ουκ επλυνεν απο της ημερας ης απηλθεν ο βασιλευς εως της ημερας ης αυτος παρεγενετο εν ειρηνη
25 (ROH) A stalo sa, keď prišiel do Jeruzalema naproti kráľovi, že mu riekol kráľ: Prečo si neišiel so mnou, Mefibóšete?

26 (LXX) και εγενετο οτε εισηλθεν εις ιερουσαλημ εις απαντησιν του βασιλεως και ειπεν αυτω ο βασιλευς τι οτι ουκ επορευθης μετ' εμου μεμφιβοσθε
26 (ROH) A odpovedal: Môj pán kráľ, môj služobník ma oklamal. Lebo tvoj služobník povedal: Nože nech si osedlám osla a sadnúc na neho pojdem s kráľom. Lebo tvoj služobník je chromý na nohy.

27 (LXX) και ειπεν προς αυτον μεμφιβοσθε κυριε μου βασιλευ ο δουλος μου παρελογισατο με οτι ειπεν ο παις σου αυτω επισαξον μοι την ονον και επιβω επ' αυτην και πορευσομαι μετα του βασιλεως οτι χωλος ο δουλος σου
27 (ROH) A osočil tvojho služobníka u môjho pána kráľa. Ale môj pán kráľ je ako anjel Boží, a tak tedy učiň to, čo je dobré v tvojich očiach.

28 (LXX) και μεθωδευσεν εν τω δουλω σου προς τον κυριον μου τον βασιλεα και ο κυριος μου ο βασιλευς ως αγγελος του θεου και ποιησον το αγαθον εν οφθαλμοις σου
28 (ROH) Lebo celý dom môjho otca nebol iným iba mužmi smrti môjmu pánu kráľovi, a predsa si zasadil svojho služobníka medzi tých, ktorí jedia chlieb tvojho stola. A čo mám ešte jaké právo? A čo kričať ešte o niečo na kráľa?!

29 (LXX) οτι ουκ ην πας ο οικος του πατρος μου αλλ' η οτι ανδρες θανατου τω κυριω μου τω βασιλει και εθηκας τον δουλον σου εν τοις εσθιουσιν την τραπεζαν σου και τι εστιν μοι ετι δικαιωμα και του κεκραγεναι με ετι προς τον βασιλεα
29 (ROH) A kráľ mu povedal: Načo hovoríš ešte o svojich veciach? Povedal som, ty a Cíba rozdelíte si pole.

30 (LXX) και ειπεν αυτω ο βασιλευς ινα τι λαλεις ετι τους λογους σου ειπον συ και σιβα διελεισθε τον αγρον
30 (ROH) A Mefibóšet povedal kráľovi: Nech si vezme hoc i všetko, keď len prišiel môj pán kráľ v pokoji do svojho domu.

31 (LXX) και ειπεν μεμφιβοσθε προς τον βασιλεα και γε τα παντα λαβετω μετα το παραγενεσθαι τον κυριον μου τον βασιλεα εν ειρηνη εις τον οικον αυτου
31 (ROH) I Barzillaj Gileádsky sišiel s Rogelíma a prepravil sa s kráľom cez Jordán, odprevadiac ho za Jordán.

32 (LXX) και βερζελλι ο γαλααδιτης κατεβη εκ ρωγελλιμ και διεβη μετα του βασιλεως τον ιορδανην εκπεμψαι αυτον τον ιορδανην
32 (ROH) A Barzillaj bol veľmi starý majúc osemdesiat rokov a on zaopatroval kráľa potravou, kým býval v Machnaime, pretože bol muž veľmi veľký.

33 (LXX) και βερζελλι ανηρ πρεσβυτερος σφοδρα υιος ογδοηκοντα ετων και αυτος διεθρεψεν τον βασιλεα εν τω οικειν αυτον εν μαναιμ οτι ανηρ μεγας εστιν σφοδρα
33 (ROH) A kráľ povedal Barzillajovi: Ty poď so mnou, a budem ťa zaopatrovať u seba v Jeruzaleme.

34 (LXX) και ειπεν ο βασιλευς προς βερζελλι συ διαβηση μετ' εμου και διαθρεψω το γηρας σου μετ' εμου εν ιερουσαλημ
34 (ROH) Ale Barzillaj povedal kráľovi: Koľko je dní rokov môjho života, aby som išiel s kráľom hore do Jeruzalema?

35 (LXX) και ειπεν βερζελλι προς τον βασιλεα ποσαι ημεραι ετων ζωης μου οτι αναβησομαι μετα του βασιλεως εις ιερουσαλημ
35 (ROH) Osemdesiat rokov mi je dnes, či môžem ešte rozoznať medzi dobrým a zlým? Či ochutná tvoj služobník to, čo budem jesť, alebo to, čo budem piť? Či budem ešte počúvať na hlas spevákov a speváček? A prečo má byť tvoj služobník ešte na ťarchu môjmu pánu kráľovi?

36 (LXX) υιος ογδοηκοντα ετων εγω ειμι σημερον μη γνωσομαι ανα μεσον αγαθου και κακου η γευσεται ο δουλος σου ετι ο φαγομαι η πιομαι η ακουσομαι ετι φωνην αδοντων και αδουσων ινα τι εσται ετι ο δουλος σου εις φορτιον επι τον κυριον μου τον βασιλεα
36 (ROH) Len na málo by prešiel tvoj služobník Jordán s kráľom. Alebo načo by sa mi mal odplácať kráľ takou odplatou?

37 (LXX) ως βραχυ διαβησεται ο δουλος σου τον ιορδανην μετα του βασιλεως και ινα τι ανταποδιδωσιν μοι ο βασιλευς την ανταποδοσιν ταυτην
37 (ROH) Dovoľ, prosím, že by sa navrátil tvoj služobník, a nech zomriem vo svojom meste, kde je hrob môjho otca a mojej matky. A hľa, tvoj služobník Kimham prejde a pojde s mojím pánom kráľom, a tomu učiň to, čo bude dobré v tvojich očiach.

38 (LXX) καθισατω δη ο δουλος σου και αποθανουμαι εν τη πολει μου παρα τω ταφω του πατρος μου και της μητρος μου και ιδου ο δουλος σου χαμααμ διαβησεται μετα του κυριου μου του βασιλεως και ποιησον αυτω το αγαθον εν οφθαλμοις σου
38 (ROH) A kráľ povedal: Nech ide so mnou Kimham, a ja mu učiním to, čo bude dobré v tvojich očiach, a čokoľvek budeš žiadať odo mňa, učiním ti.

39 (LXX) και ειπεν ο βασιλευς μετ' εμου διαβητω χαμααμ καγω ποιησω αυτω το αγαθον εν οφθαλμοις σου και παντα οσα εκλεξη επ' εμοι ποιησω σοι
39 (ROH) A tak prešiel všetok ľud cez Jordán, a prešiel i kráľ. A kráľ bozkal Barzillaja a požehnal ho, a navrátil sa na svoje miesto.

40 (LXX) και διεβη πας ο λαος τον ιορδανην και ο βασιλευς διεβη και κατεφιλησεν ο βασιλευς τον βερζελλι και ευλογησεν αυτον και επεστρεψεν εις τον τοπον αυτου
40 (ROH) A kráľ išiel ďalej do Gilgala, a Kimham išiel s ním. A všetok ľud Júdu doprevádzal kráľa i polovica ľudu Izraelovho.

41 (LXX) και διεβη ο βασιλευς εις γαλγαλα και χαμααμ διεβη μετ' αυτου και πας ο λαος ιουδα διαβαινοντες μετα του βασιλεως και γε το ημισυ του λαου ισραηλ
41 (ROH) A hľa, všetci mužovia Izraelovi prišli ku kráľovi a povedali mu: Prečo ťa ukradli naši bratia, mužovia Júdovi, a prepravili kráľa i jeho dom cez Jordán i všetkých mužov Dávidových s ním?

42 (LXX) και ιδου πας ανηρ ισραηλ παρεγενοντο προς τον βασιλεα και ειπον προς τον βασιλεα τι οτι εκλεψαν σε οι αδελφοι ημων ανηρ ιουδα και διεβιβασαν τον βασιλεα και τον οικον αυτου τον ιορδανην και παντες ανδρες δαυιδ μετ' αυτου
42 (ROH) Na to odpovedali všetci mužovia Júdovi proti mužom Izraelovým: Pretože nám je kráľ bližší čo do rodu. A prečože sa hneváte na to? Či sme azda jedli niečo od kráľa? Alebo či nám dal nejaké dary za to?

43 (LXX) και απεκριθη πας ανηρ ιουδα προς ανδρα ισραηλ και ειπαν διοτι εγγιζει προς με ο βασιλευς και ινα τι ουτως εθυμωθης περι του λογου τουτου μη βρωσει εφαγαμεν εκ του βασιλεως η δομα εδωκεν η αρσιν ηρεν ημιν
43 (ROH) A mužovia Izraelovi odpovedali mužom Júdovým a riekli: My máme desať dielov v kráľovi a tak tiež i na Dávida máme viacej práva ako vy. Nuž prečože ste nás znevážili? A či sme my nehovorili prv o tom, aby sme zase dopravili zpät svojho kráľa? Ale reč mužov Júdových bola tvrdšia, než bola reč mužov Izraelových.

44 (LXX) και απεκριθη ανηρ ισραηλ τω ανδρι ιουδα και ειπεν δεκα χειρες μοι εν τω βασιλει και πρωτοτοκος εγω η συ και γε εν τω δαυιδ ειμι υπερ σε και ινα τι τουτο υβρισας με και ουκ ελογισθη ο λογος μου πρωτος μοι του επιστρεψαι τον βασιλεα εμοι και εσκληρυνθη ο λογος ανδρος ιουδα υπερ τον λογον ανδρος ισραηλ
44 ----


2Sam 19, 1-44





Verš 16
και επεστρεψεν ο βασιλευς και ηλθεν εως του ιορδανου και ανδρες ιουδα ηλθαν εις γαλγαλα του πορευεσθαι εις απαντην του βασιλεως διαβιβασαι τον βασιλεα τον ιορδανην
2Sam 16:5 - και ηλθεν ο βασιλευς δαυιδ εως βαουριμ και ιδου εκειθεν ανηρ εξεπορευετο εκ συγγενειας οικου σαουλ και ονομα αυτω σεμει υιος γηρα εξηλθεν εκπορευομενος και καταρωμενος
1Kr 2:8 - και ιδου μετα σου σεμει υιος γηρα υιος του ιεμενι εκ βαουριμ και αυτος κατηρασατο με καταραν οδυνηραν τη ημερα η επορευομην εις παρεμβολας και αυτος κατεβη εις απαντην μου εις τον ιορδανην και ωμοσα αυτω εν κυριω λεγων ει θανατωσω σε εν ρομφαια

Verš 32
και βερζελλι ο γαλααδιτης κατεβη εκ ρωγελλιμ και διεβη μετα του βασιλεως τον ιορδανην εκπεμψαι αυτον τον ιορδανην
2Sam 17:27 - και εγενετο ηνικα ηλθεν δαυιδ εις μαναιμ ουεσβι υιος ναας εκ ραββαθ υιων αμμων και μαχιρ υιος αμιηλ εκ λωδαβαρ και βερζελλι ο γαλααδιτης εκ ρωγελλιμ
1Kr 2:7 - και τοις υιοις βερζελλι του γαλααδιτου ποιησεις ελεος και εσονται εν τοις εσθιουσιν την τραπεζαν σου οτι ουτως ηγγισαν μοι εν τω με αποδιδρασκειν απο προσωπου αβεσσαλωμ του αδελφου σου

Verš 27
και ειπεν προς αυτον μεμφιβοσθε κυριε μου βασιλευ ο δουλος μου παρελογισατο με οτι ειπεν ο παις σου αυτω επισαξον μοι την ονον και επιβω επ' αυτην και πορευσομαι μετα του βασιλεως οτι χωλος ο δουλος σου
2Sam 16:3 - και ειπεν ο βασιλευς και που ο υιος του κυριου σου και ειπεν σιβα προς τον βασιλεα ιδου καθηται εν ιερουσαλημ οτι ειπεν σημερον επιστρεψουσιν μοι ο οικος ισραηλ την βασιλειαν του πατρος μου

Verš 13
αδελφοι μου υμεις οστα μου και σαρκες μου υμεις και ινα τι γινεσθε εσχατοι του επιστρεψαι τον βασιλεα εις τον οικον αυτου
2Sam 17:25 - και τον αμεσσαι κατεστησεν αβεσσαλωμ αντι ιωαβ επι της δυναμεως και αμεσσαι υιος ανδρος και ονομα αυτω ιοθορ ο ισραηλιτης ουτος εισηλθεν προς αβιγαιαν θυγατερα ναας αδελφην σαρουιας μητρος ιωαβ

2Sam 19,17 - O Semeim pozri 16,5 n.

2Sam 19,19 - Začiatok verša nie je celkom istý. – "Aby sa mu dali k službám" zneje doslovne: "aby robili, čo je v jeho očiach dobré".

2Sam 19,21 - Dom Jozefov označuje tu celý Izrael. Od Jozefa pochádzajúci kmeň Efraimov bol vedúcim kmeňom neskoršej severnej ríše izraelskej. Sám Siba nepochádzal od Jozefa, ale od jeho vlastného brata Benjamína.

2Sam 19,23 - "Nechajte to!" zneje doslovne: "Čo mne a vám?", t. j. "Čo sa o to staráte?"

2Sam 19,25 - O Sibovi a Mifibosetovi pozri 9,1 n. a 16,1 n.

2Sam 19,31 - O Berzelaim a Rogelime pozri 17,27.

2Sam 19,38 - Chamám sa inde nespomína. Bol azda synom Berzelaiho, porov. 1 Kr 2,7.

2Sam 19,41 - Galgalu pozri 1 Sam 7,16.