výhody registrácie

Kniha Rút

Biblia - Sväté písmo

(GRM - Grécky - Moderný)

Rút 2, 1-23

1 Ειχε δε η Ναομι συγγενη τινα του ανδρος αυτης, ανθρωπον δυνατον εν ισχυι, εκ της συγγενειας του Ελιμελεχ· και το ονομα αυτου Βοοζ. 2 Και ειπεν η Ρουθ η Μωαβιτις προς την Ναομι, Ας υπαγω, παρακαλω, εις τον αγρον δια να συναξω ασταχυα κατοπιν ουτινος ευρω χαριν εις τους οφθαλμους· και ειπε προς αυτην, Υπαγε, θυγατηρ μου. 3 Και υπηγε και ελθουσα εσταχυολογει εν τω αγρω κατοπιν των θεριστων· και ετυχεν εν μερει του αγρου του Βοοζ, οστις ητο εκ της συγγενειας του Ελιμελεχ. 4 Και ιδου, ο Βοοζ ηλθεν εκ Βηθλεεμ και ειπε προς τους θεριστας, Κυριος μεθ' υμων. Και απεκριθησαν προς αυτον, Κυριος να σε ευλογηση. 5 Τοτε ειπεν ο Βοοζ προς τον υπηρετην αυτου, τον επιστατην των θεριστων, Τινος ειναι η νεα αυτη; 6 Και ο υπηρετης ο επιστατης των θεριστων απεκριθη και ειπεν, ειναι η νεα η Μωαβιτις, η επιστρεψασα μετα της Ναομι εκ γης Μωαβ· 7 και ειπεν, Ας σταχυολογησω, παρακαλω, και ας συναξω τι μεταξυ των δεματιων κατοπιν των θεριστων· και ηλθε και εσταθη απο πρωιας εως ταυτης της ωρας· ολιγον μονον ανεπαυθη εν τη οικια. 8 Και ειπεν ο Βοοζ προς την Ρουθ, Δεν ακουεις, θυγατηρ μου; μη υπαγης να σταχυολογησης εν αλλω αγρω, μηδε να αναχωρησης εντευθεν, αλλα μενε ενταυθα μετα των κορασιων μου· 9 ας ηναι οι οφθαλμοι σου επι τον αγρον οπου θεριζουσι, και υπαγε κατοπιν αυτων· δεν προσεταξα εγω εις τους νεους να μη σε εγγισωσι; και οταν διψησης υπαγε εις τα αγγεια και πινε απο ο, τι αντλησωσιν οι νεοι. 10 Η δε επεσε κατα προσωπον και προσεκυνησεν εως εδαφους και ειπε προς αυτον, Πως εγω ευρηκα χαριν εις τους οφθαλμους σου, ωστε να λαβης προνοιαν περι εμου, ενω ειμαι ξενη; 11 Και ο Βοοζ απεκριθη και ειπε προς αυτην, Ανηγγελθησαν προς εμε ακριβως παντα οσα εκαμες εις την πενθεραν σου μετα τον θανατον του ανδρος σου· και οτι αφηκας τον πατερα σου και την μητερα σου και την γην της γεννησεως σου, και ηλθες προς λαον, τον οποιον δεν εγνωριζες προτερον· 12 ο Κυριος να ανταμειψη το εργον σου, και ο μισθος σου να ηναι πληρης παρα Κυριου του Θεου του Ισραηλ, υπο τας πτερυγας του οποιου ηλθες να σκεπασθης. 13 Η δε ειπεν, Ας ευρω χαριν εις τους οφθαλμους σου, κυριε μου· επειδη με παρηγορησας και επειδη ελαλησας ευμενως προς την δουλην σου, αν και εγω δεν ειμαι ουδε ως μια των θεραπαινιδων σου. 14 Και ειπε προς αυτην ο Βοοζ την ωραν του φαγητου, Ελθε και φαγε εκ του αρτου και βρεξον το ψωμιον σου εις το οξος. Και αυτη εκαθισεν εις τα πλαγια των θεριστων· εκεινος δε εδωκεν εις αυτην σιτον πεφρυγανισμενον, και εφαγε και εχορτασθη και επερισσευσε. 15 Και εσηκωθη να σταχυολογηση, και προσεταξεν ο Βοοζ εις τους νεους αυτου, λεγων, Και μεταξυ των δεματιων ας σταχυολογη, και μη επιπληττετε αυτην· 16 και μαλιστα αφινετε να πιπτη τι απο των χειροβολων δια αυτην και αφινετε να συλλεγη και μη ελεγχετε αυτην. 17 Και εσταχυολογησεν εν τω αγρω εως εσπερας και εκοπανισεν οσον εσταχυολογησε· και ητο εως εν εφα κριθης. 18 Και εσηκωσεν αυτο και εισηλθεν εις την πολιν· και ειδεν η πενθερα αυτης οσον εσταχυολογησε· και εκβαλουσα η Ρουθ, εδωκεν εις αυτην ο, τι ειχε περισσευσει αφου εχορτασθη. 19 Και ειπε προς αυτην η πενθερα αυτης, Που εσταχυολογησας σημερον; και που εδουλευσας; ευλογημενος να ηναι εκεινος οστις ελαβε προνοιαν περι σου. Και εκεινη εφανερωσε προς την πενθεραν αυτης εις τινος αγρον εδουλευσε και ειπε, το ονομα του ανθρωπου, εις τον οποιον εδουλευσα σημερον, ειναι Βοοζ. 20 Και ειπεν η Ναομι προς την νυμφην αυτης, Ευλογημενος παρα Κυριου εκεινος οστις δεν αφηκε το ελεος αυτου προς τους ζωντας και προς τους τεθνεωτας. Και ειπε προς αυτην η Ναομι, Συγγενης ημων ειναι ο ανθρωπος ουτος εκ των πλησιον συγγενων ημων. 21 Και ειπεν η Ρουθ η Μωαβιτις, Αυτος με ειπε προσετι, Συ θελεις μενει μετα των ανθρωπων μου, εωσου τελειωσωσιν ολον τον θερισμον μου. 22 Και ειπεν η Ναομι προς την Ρουθ την νυμφην αυτης, Ειναι καλον, θυγατηρ μου, να εκβαινης μετα των κορασιων αυτου, και να μη σε απαντησωσιν εν αλλω αγρω. 23 Και προσεκολληθη εις τα κορασια του Βοοζ δια να σταχυολογη, εωσου τελειωση ο θερισμος των κριθων και ο θερισμος του σιτου· και εκαθητο μετα της πενθερας αυτης.

Rút 2, 1-23





Verš 1
Ειχε δε η Ναομι συγγενη τινα του ανδρος αυτης, ανθρωπον δυνατον εν ισχυι, εκ της συγγενειας του Ελιμελεχ· και το ονομα αυτου Βοοζ.
Mt 1:5 - Σαλμων δε εγεννησε τον Βοοζ εκ της Ραχαβ, Βοοζ δε εγεννησε τον Ωβηδ εκ της Ρουθ, Ωβηδ δε εγεννησε τον Ιεσσαι,

Rut 2,2 - Podľa zákona Mojžišovho chudobní mali právo zbierať na poliach zanechané klasy (Lv 19,9; 23,22; Dt 24,19). I pritom prosí skromná Rút žencov, teda aj samého majiteľa pozemku o dovolenie, aby smela na jeho roli zbierať klasy (porov. v. 7).

Rut 2,5 - "Deva" je mladá žena. Bóz mohol sa už dopočuť o tom, že sa Noemi vrátila domov z Moabska spolu s nevestou, ale osobne ju ešte nevidel. Bóz znamená ,Silný, Mužný.' Keď túto mladú ženu oslovuje ako "dcéru", z toho vyvodzujú, že bol vekom asi hodne starší.Manželstvá medzi osobami vekom značne rozdielnymi nie sú na Východe zriedkavosťou.

Rut 2,5 - "Oživiť meno zomrelého pre jeho dedičstvo" znamená splodiť zomrelému syna, ktorý sa časom ujme dedičstva po zosnulom, a tak sa bude označovať ako syn zosnulého manžela.

Rut 2,7 - Stiahnuť si obuv z nohy znamená vzdať sa svojho práva (porov. pozn. k Dt 25,5–10 a Jn 1,24–34).

Rut 2,9 - Rút úctivo prosí Bóza, aby si ju vzal za manželku. Prísne právo na to Rút nemala. Preto ho prosí, aby sa nad ňou zľutoval.

Rut 2,10 - Láska, akú Rút preukazovala svojej svokre, pozostávala v tom, že a) opustila svoju vlasť a tým aj svojho boha; že b) išla za svojou svokrou, aby sa o ňu postarala ako jej dcéra. Jej pracovitosť bola nadmierna, takže až horlivo si počínala v práci, aby zaistila živobytie nielen sebe, ale aj svojej svokre. Jej láska k rodu Noeminmu privádza ju aj k tomu kroku, aby sa stala manželkou muža vekom pokročilejšieho a aby tak splnila túžbu svojej svokry po vytúženom vnúčati, ktoré má udržať rod a ďalej ho rozvíjať. Túžba po potomstve nemala len prirodzené pohnútky, ale sa živila aj z túžby po zasľúbenom Spasiteľovi, ktorý sa mal narodiť v niektorom rode Izraelovom. Kde rod zahynul, tam vymrela i nádej na toto veľké vyznačenie, aké mohla izraelská rodina zažiť.

Rut 2,14 - Ocot je tu asi rozriedené víno alebo aj vodou riedený vínny ocot, do ktorého si omáčali tvrdý chlieb. Azda z novej úrody jačmeňa alebo najskoršie zo pšenice jedli aj opaľované pražené zrno. Porov. Lv 2,14; 1 Sam 17,17 a 2 Sam 17,28.

Rut 2,17 - Efa jačmeňa obsahovala asi 36,4 litrov obilia. Toto množstvo ukazuje na usilovnosť mladej ženy, ktorá pri horúčave a úpale slnka vedela za deň nazbierať toľké množstvo obilia.

Rut 2,18 - Rodokmeň od Fáresa po Dávida môže mať svoj cieľ, podať dôkaz o tom, že aj hriešni pohania majú nárok dostať účasť v mesiášskom blahu a jeho spáse. Rodostrom vedie sv. spisovateľ až po Dávida, ktorý pre svoju zbožnosť stal sa hodným vzácneho prisľúbenia mesiášskeho. Dávid je praotcom Mesiášovým v takej miere, že budúceho Mesiáša označovali názvom "Syn Dávidov".

Rut 2,20 - Podľa hebr. osnovy Noemi oznamuje neveste, že Bóz je nielen ich "príbuzný", ale aj ich "goel" (obranca, pomstiteľ), ktorý je povinný ujať sa opustenej vdovy, ak by jej niekto krivdil. K týmto povinnostiam by patrilo asi aj to, aby si bezdetnú vdovu vzal za manželku, a tak má "vzbudiť" potomka jej zosnulému manželovi. Jeho prirodzený syn podľa zákona bol súčasne aj synom zosnulého, ale zosnulému bol synom podľa zákona (legálny syn a nie naturálny). Tak sa mohlo stať, že jeden a ten istý muž mohol mať dvoch otcov: jedného podľa zákona Mojžišovho (legálneho) a druhého zasa prirodzeného. Tým si vysvetľujeme, že v Novom zákone aj pri sv. Jozefovi sa uvádzajú dvojaké rodostromy: Mt 1,16 (otec Jozefov je Jakub) a Lk 3,23, kde sa uvádza otec Jozefov pod menom Héli.