výhody registrácie

Kniha proroka Zachariáša

Biblia - Sväté písmo

(GRM - Grécky - Moderný)

Za 11, 1-17

1 Ανοιξον, Λιβανε, τας θυρας σου και ας καταφαγη πυρ τας κεδρους σου. 2 Ολολυξον, ελατη, διοτι επεσεν κεδρος· διοτι οι μεγιστανες ηφανισθησαν· ολολυξατε, δρυς της Βασαν, διοτι το δασος το απροσιτον κατεκοπη. 3 Φωνη ακουεται ποιμενων θρηνουντων, διοτι η δοξα αυτων ηφανισθη· φωνη βρυχωμενων σκυμνων, διοτι το φρυαγμα του Ιορδανου εταπεινωθη. 4 Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος μου· Ποιμαινε το ποιμνιον της σφαγης, 5 το οποιον οι αγορασαντες αυτο σφαζουσιν ατιμωρητως· οι δε πωλουντες αυτο λεγουσιν, Ευλογητος ο Κυριος, διοτι επλουτησα, και αυτοι οι ποιμενες αυτου δεν φειδονται αυτου. 6 Δια τουτο δεν θελω φεισθη πλεον των κατοικων του τοπου, λεγει Κυριος, αλλ' ιδου, εγω θελω παραδωσει τους ανθρωπους εκαστον εις την χειρα του πλησιον αυτου και εις την χειρα του βασιλεως αυτου, και θελουσι κατακοψει την γην και δεν θελω ελευθερωσει αυτους εκ της χειρος αυτων. 7 Και εποιμανα το ποιμνιον της σφαγης, το οντως τεταλαιπωρημενον ποιμνιον. Και ελαβον εις εμαυτον δυο ραβδους, την μιαν εκαλεσα Καλλος και την αλλην εκαλεσα Δεσμους, και εποιμανα το ποιμνιον. 8 Και εξωλοθρευσα τρεις ποιμενας εν ενι μηνι· και η ψυχη μου εβαρυνθη αυτους και η ψυχη δε αυτων απεστραφη εμε. 9 Τοτε ειπα, Δεν θελω σας ποιμαινει· το αποθνησκον ας αποθνησκη και το απολωλος ας απολλυται και τα εναπολειπομενα ας τρωγωσιν εκαστον την σαρκα του πλησιον αυτου. 10 Και ελαβον την ραβδον μου, το Καλλος, και κατεκοψα αυτην, δια να ακυρωσω την διαθηκην μου, την οποιαν εκαμον προς παντας τους λαους τουτους, 11 και ηκυρωθη εν τη ημερα εκεινη· και ουτω το ποιμνιον το τεταλαιπωρημενον, το οποιον απεβλεπεν εις εμε, εγνωρισεν οτι ουτος ητο ο λογος του Κυριου. 12 Και ειπα προς αυτους, Εαν σας φαινηται καλον, δοτε μοι τον μισθον μου· ει δε μη, αρνηθητε αυτον. Και εστησαν τον μισθον μου τριακοντα αργυρια. 13 Και ειπε Κυριος προς εμε, Ριψον αυτα εις τον κεραμεα, την εντιμον τιμην, με την οποιαν ετιμηθην υπ' αυτων. Και ελαβον τα τριακοντα αργυρια και ερριψα αυτα εν τω οικω του Κυριου εις τον κεραμεα. 14 Και κατεκοψα την αλλην μου ραβδον, τους Δεσμους, δια να ακυρωσω την αδελφοτητα μεταξυ Ιουδα και Ισραηλ. 15 Και ειπε Κυριος προς εμε, Λαβε εις σεαυτον ετι τα εργαλεια ποιμενος ασυνετου. 16 Διοτι ιδου, εγω θελω αναστησει ποιμενα επι την γην, οστις δεν θελει επισκεπτεσθαι τα απολωλοτα, δεν θελει ζητει το διεσκορπισμενον και δεν θελει ιατρευει το συντετριμμενον ουδε θελει ποιμαινει το υγιες· αλλα θελει τρωγει την σαρκα του παχεος και κατακοπτει τους ονυχας αυτων. 17 Ουαι εις τον ματαιον ποιμενα, τον εγκαταλειποντα το ποιμνιον· ρομφαια θελει ελθει επι τον βραχιονα αυτου και επι τον δεξιον οφθαλμον αυτου· ο βραχιων αυτου θελει ολοτελως ξηρανθη και ο δεξιος οφθαλμος αυτου ολοκληρως αμαυρωθη.

Za 11, 1-17





Verš 17
Ουαι εις τον ματαιον ποιμενα, τον εγκαταλειποντα το ποιμνιον· ρομφαια θελει ελθει επι τον βραχιονα αυτου και επι τον δεξιον οφθαλμον αυτου· ο βραχιων αυτου θελει ολοτελως ξηρανθη και ο δεξιος οφθαλμος αυτου ολοκληρως αμαυρωθη.
Jer 23:1 - Ουαι εις τους ποιμενας τους φθειροντας και διασκορπιζοντας τα προβατα της βοσκης μου, λεγει Κυριος.
Ez 34:2 - Υιε ανθρωπου, προφητευσον επι τους ποιμενας του Ισραηλ· προφητευσον και ειπε προς αυτους, Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος προς τους ποιμενας· Ουαι εις τους ποιμενας του Ισραηλ, οιτινες βοσκουσιν εαυτους· οι ποιμενες δεν βοσκουσι τα ποιμνια;
Jn 10:12 - ο δε μισθωτος και μη ων ποιμην, του οποιου δεν ειναι τα προβατα ιδικα του, θεωρει τον λυκον ερχομενον και αφινει τα προβατα και φευγει· και ο λυκος αρπαζει αυτα και σκορπιζει τα προβατα.

Verš 12
Και ειπα προς αυτους, Εαν σας φαινηται καλον, δοτε μοι τον μισθον μου· ει δε μη, αρνηθητε αυτον. Και εστησαν τον μισθον μου τριακοντα αργυρια.
Mt 26:15 - και ειπε· Τι θελετε να μοι δωσητε, και εγω θελω σας παραδωσει αυτον; Και εκεινοι εδωκαν εις αυτον τριακοντα αργυρια.
Mt 27:9 - Τοτε επληρωθη το ρηθεν δια Ιερεμιου του προφητου, λεγοντος· Και ελαβον τα τριακοντα αργυρια, την τιμην του εκτιμηθεντος, τον οποιον εξετιμησαν απο των υιων Ισραηλ,

Zach 11,1-3 - Cédre, duby a levíčatá zvýrazňujú pyšných veľmožov krajiny. O Bášane a jeho duboch pozri pozn. k Iz 2,13.

Zach 11,4-6 - Stádo zvýrazňuje prorokov národ a volá sa stádom na porážku preto, lebo ho vlastní vodcovia nivočia. Vodcovia sa tu volajú majiteľmi, kupcami, pastiermi. Pretože títo nemali zľutovania nad stádom, ani Boh sa nezľutuje nad nimi.

Zach 11,7 - Pastierom vyvoleného národa bol sám Boh a prorok svojím správaním len zvýrazňuje, ako sa Boh staral o svoje stádo. Prorok sa ujíma pastierskeho úradu, aby ochránil stádo od tých, čo ho ničia. Palica, ktorú nazval Vľúdnosť, predstavuje priazeň, ktorou Boh viedol svoj ľud; druhá, zvaná Puto, zasa Božiu starostlivosť o to, aby stádo zostalo jednotné a nerozpŕchlo sa.

Zach 11,8 - Odstránil nesvedomitých vodcov, ktorí sa vo verši 5 spomínajú menami "majitelia, kupci a pastieri"; ale stádo bolo tiež spoluvinné s pastiermi, preto ho Boh opustil.

Zach 11,10 - Zmluvu s národmi, aby neškodili Izraelu, uzavrel Boh, ktorého prorok v symbolickom úkone zvýrazňuje.

Zach 11,11 - Tí z národa, čo si všímali Pána, uznali, že nešťastia, ktoré národ stíhajú, sú Božím trestom.

Zach 11,12 - Pastier dáva výpoveď.

Zach 11,13 - Tridsať strieborných bola cena otroka (Ex 21,32). Pre takého pastiera, akým bol Pán, a za toľké dobrodenia, ktoré národu preukázal, je to naozaj posmešne "nádherná mzda". Pán sám prehlasuje, že touto mzdou nie proroka ocenil národ, ale Boha. Tvorcom sa vo Svätom písme často volá Boh. Ale slovo "tvorca" znamená aj hrnčiara, ktorý z hliny tvorí nádoby. V tomto zmysle sa proroctvo splnilo, keď za 30 strieborných, za ktoré Judáš zradil Spasiteľa, kúpili Hrnčiarovo pole. O poli Zachariáš nehovorí, o tom písal prorok Jeremiáš (Jer 32). Sv. Matúš (27,5-10) uvádza obidve tieto proroctvá, ale po mene spomína len Jeremiáša.

Zach 11,15 - Druhý raz má prorok zvýrazňovať pastiera hlúpeho, bezbožného. Takýmito boli vodcovia, ktorí zavinili úplnú záhubu národa. K výrazom porov. Ez 34,2-8. Zlý pastier pozráža ovciam paprčky, lebo ich bude bezohľadne vodiť po zlých cestách.