výhody registrácie

Náreky

Biblia - Sväté písmo

(GRM - Grécky - Moderný)

Nár 3, 1-66

1 Εγω ειμαι ο ανθρωπος, οστις ειδον θλιψιν απο της ραβδου του θυμου αυτου. 2 Με ωδηγησε και εφερεν εις σκοτος και ουχι εις φως. 3 Ναι, κατ' εμου εστραφη· κατ' εμου εστρεψε την χειρα αυτου ολην την ημεραν. 4 Επαλαιωσε την σαρκα μου και το δερμα μου· συνετριψε τα οστα μου. 5 Ωικοδομησε κατ' εμου και με περιεκυκλωσε χολην και μοχθον. 6 Με εκαθισεν εν σκοτεινοις ως νεκρους αιωνιους. 7 Με περιεφραξε, δια να μη εξελθω· εβαρυνε τας αλυσεις μου. 8 Ετι και οταν κραζω και αναβοω, αποκλειει την προσευχην μου. 9 Περιεφραξε με πελεκητους λιθους τας οδους μου, εστρεβλωσε τας τριβους μου. 10 Εγεινεν εις εμε αρκτος ενεδρευουσα, λεων εν αποκρυφοις. 11 Παρετρεψε τας οδους μου και με κατεσπαραξε, με κατεστηαεν ηφανισμενην. 12 Ενετεινε το τοξον αυτου και με εστησεν ως σκοπον εις βελος. 13 Ενεπηξεν εις τα νεφρα μου τα βελη της φαρετρας αυτου. 14 Εγεινα γελως εις παντα τον λαον μου, ασμα αυτων ολην την ημεραν. 15 Με εχορτασε πικριαν· με εμεθυσεν αψινθιον. 16 Και συνετριψε τους οδοντας μου με χαλικας· με εκαλυψε με σποδον. 17 Και απεσπρωξα, απο ειρηνης την ψυχην μου· ελησμονησα το αγαθον. 18 Και ειπα, Απωλεσθη η δυναμις μου και η ελπις μου υπο του Κυριου. 19 Ενθυμηθητι την θλιψιν μου και την εξωσιν μου, το αψινθιον και την χολην. 20 Η ψυχη μου ενθυμειται ταυτα ακαταπαυστως και ειναι τεταπεινωμενη εν εμοι. 21 Τουτο ανακαλω εις την καρδιαν μου, οθεν εχω ελπιδα· 22 Ελεος του Κυριου ειναι, οτι δεν συνετελεσθημεν, επειδη δεν εξελιπον οι οικτιρμοι αυτου. 23 Ανανεονονται εν ταις πρωιαις· μεγαλη ειναι η πιστοτης σου. 24 Ο Κυριος ειναι η μερις μου, ειπεν η ψυχη μου· δια τουτο θελω ελπιζει επ' αυτον. 25 Αγαθος ο Κυριος εις τους προσμενοντας αυτον, εις την ψυχην την εκζητουσαν αυτον. 26 Καλον ειναι και να ελπιζη τις και να εφησυχαζη εις την σωτηριαν του Κυριου. 27 Καλον εις τον ανθρωπον να βασταζη ζυγον εν τη νεοτητι αυτου. 28 Θελει καθησθαι κατα μονας και σιωπα, επειδη ο Θεος επεβαλε φορτιον επ' αυτον. 29 Θελει βαλει το στομα αυτου εις το χωμα, ισως ηναι ελπις. 30 Θελει δωσει την σιαγονα εις τον ραπιζοντα αυτον· θελει χορτασθη απο ονειδισμου. 31 Διοτι ο Κυριος δεν απορριπτει εις τον αιωνα· 32 Αλλ' εαν και θλιψη, θελει ομως και οικτειρησει κατα το πληθος του ελεους αυτου. 33 Διοτι δεν θλιβει εκ καρδιας αυτου ουδε καταθλιβει τους υιους των ανθρωπων. 34 Το να καταπατη τις υπο τους ποδας αυτου παντας τους δεσμιους της γης. 35 Το να διαστρεφη κρισιν ανθρωπου κατεναντι του προσωπου του Υψιστου· 36 Το να αδικη ανθρωπον εν τη δικη αυτου· ο Κυριος δεν βλεπει ταυτα. 37 Τις λεγει τι και γινεται, χωρις να προσταξη αυτο ο Κυριος; 38 Εκ του στοματος του Υψιστου δεν εξερχονται τα κακα και τα αγαθα; 39 Δια τι ηθελε γογγυσει ανθρωπος ζων, ανθρωπος, δια την ποινην της αμαρτιας αυτου; 40 Ας ερευνησωμεν τας οδους ημων και ας εξετασωμεν και ας επιστρεψωμεν εις τον Κυριον. 41 Ας υψωσωμεν τας καρδιας ημων και τας χειρας προς τον Θεον τον εν τοις ουρανοις, λεγοντες, 42 Ημαρτησαμεν και απεστατησαμεν· συ δεν μας συνεχωρησας. 43 Περιεκαλυψας με θυμον και κατεδιωξας ημας· εφονευσας, δεν εφεισθης. 44 Εκαλυψας σεαυτον με νεφος, δια να μη διαβαινη η προσευχη ημων. 45 Μας εκαμες σκυβαλον και βδελυγμα εν μεσω των λαων. 46 Παντες οι εχθροι ημων ηνοιξαν το στομα αυτων εφ' ημας. 47 Φοβος και λακκος ηλθον εφ' ημας, ερημωσις και συντριμμος. 48 Ρυακας υδατων καταβιβαζει ο οφθαλμος μου δια τον συντριμμον της θυγατρος του λαου μου. 49 Ο οφθαλμος μου σταλαζει και δεν σιωπα, διοτι δεν εχει ανεσιν, 50 Εωσου ο Κυριος διακυψη και ιδη εξ ουρανου. 51 Ο οφθαλμος μου καταθλιβει την ψυχην μου, εκ πασων των θυγατερων της πολεως μου. 52 Οι εχθρευομενοι με αναιτιως με εκυνηγησαν ακαταπαυστως ως στρουθιον. 53 Εκοψαν την ζωην μου εν τω λακκω και ερριψαν λιθον επ' εμε. 54 Τα υδατα επλημμυρησαν υπερανω της κεφαλης μου· ειπα, Απερριφθην. 55 Επεκαλεσθην το ονομα σου, Κυριε, εκ λακκου κατωτατου. 56 Ηκουσας την φωνην μου· μη κλεισης το ωτιον σου εις τον στεναγμον μου, εις την κραυγην μου. 57 Επλησιασας καθ' ην ημεραν σε επεκαλεσθην· ειπας, Μη φοβου. 58 Εδικασας, Κυριε, την δικην της ψυχης μου· ελυτρωσας την ζωην μου. 59 Ειδες, Κυριε, το προς εμε αδικον· κρινον την κρισιν μου. 60 Ειδες πασας τας εκδικησεις αυτων, παντας τους διαλογισμους αυτων κατ' εμου. 61 Ηκουσας, Κυριε, τον ονειδισμον αυτων, παντας τους διαλογισμους αυτων κατ' εμου· 62 Τους λογους των επανισταμενων επ' εμε και τας μελετας αυτων κατ' εμου ολην την ημεραν. 63 Ιδε, οταν καθηνται και οταν σηκονωνται· εγω ειμαι το ασμα αυτων. 64 Καμε, Κυριε, εις αυτους ανταποδοσιν κατα τα εργα των χειρων αυτων. 65 Δος εις αυτους πωρωσιν καρδιας, την καταραν· σου επ' αυτους. 66 Καταδιωξον εν οργη και αφανισον αυτους υποκατωθεν των ουρανων του Κυριου.

Nár 3, 1-66





Verš 37
Τις λεγει τι και γινεται, χωρις να προσταξη αυτο ο Κυριος;
Ž 33:9 - Διοτι αυτος ειπε, και εγεινεν· αυτος προσεταξε, και εστερεωθη.

Verš 38
Εκ του στοματος του Υψιστου δεν εξερχονται τα κακα και τα αγαθα;
Iz 45:7 - ο κατασκευασας το φως και ποιησας το σκοτος· ο ποιων ειρηνην και κτιζων κακον· εγω ο Κυριος ποιω παντα ταυτα.
Am 3:6 - Δυναται να ηχηση σαλπιγξ εν πολει και ο λαος να μη πτοηθη; δυναται να γεινη συμφορα εν πολει και ο Κυριος να μη εκαμεν αυτην;

Verš 22
Ελεος του Κυριου ειναι, οτι δεν συνετελεσθημεν, επειδη δεν εξελιπον οι οικτιρμοι αυτου.
Iz 1:9 - Αν ο Κυριος των δυναμεων δεν ηθελεν αφησει εις ημας μικρον υπολοιπον, ως τα Σοδομα ηθελομεν γεινει, με τα Γομορρα ηθελομεν εξομοιωθη.
Hab 3:13 - Εξηλθες εις σωτηριαν του λαου σου, εις σωτηριαν του χριστου σου· επαταξας τον αρχηγον του οικου των ασεβων, απεκαλυψας τα θεμελια εως βαθους. Διαψαλμα.

Verš 23
Ανανεονονται εν ταις πρωιαις· μεγαλη ειναι η πιστοτης σου.
Ž 30:5 - Διοτι η οργη αυτου διαρκει μιαν μονην στιγμην· ζωη ομως ειναι εν τη ευμενεια αυτου· το εσπερας δυναται να συγκατοικηση κλαυθμος, αλλα το πρωι ερχεται αγαλλιασις.

Verš 24
Ο Κυριος ειναι η μερις μου, ειπεν η ψυχη μου· δια τουτο θελω ελπιζει επ' αυτον.
Hab 2:3 - διοτι η ορασις μενει ετι εις ωρισμενον καιρον, αλλ' εις το τελος θελει λαλησει και δεν θελει ψευσθη· αν και αργοπορη, προσμεινον αυτην· διοτι βεβαιως θελει ελθει, δεν θελει βραδυνει.

Verš 29
Θελει βαλει το στομα αυτου εις το χωμα, ισως ηναι ελπις.
Sk 8:22 - Μετανοησον λοιπον απο της κακιας σου ταυτης και δεηθητι του Θεου, ισως συγχωρηθη εις σε η επινοια της καρδιας σου·

Nar 3,1 - Muž, ktorý sa tu žaluje, je prorok Jeremiáš. Žaluje sa i za seba, lebo prút hnevu Pánovho naozaj zaľahol naň a mnoho musel pretrpieť v nevďačnom Jeruzaleme. Ale súčasne zastupuje aj svoj národ, je symbolom jeho a žaluje sa aj v jeho mene.

Nar 3,13 - Miesto "šípy zo svojho tulca" je doslovne: "synov (Vulg dcéry) svojho tulca".

Nar 3,16 - "Nachoval ma" prekladáme podľa LXX a Vulg. Hebrejská osnova je neistá.

Nar 3,18 - Už sa dostal na okraj zúfalstva, ale práve vtedy sa vie pozdvihnúť k Pánovi. Nasledujúce verše sú už plné nádeje.

Nar 3,24 - Jeremiáš bol kňazom; kňazi a leviti nedostali však v zasľúbenej zemi majetkový údel ako ostatní Izraeliti, ich údelom bol Pán, jemu slúžili a živili sa tiež z chrámovej služby. Ale aj údelom celého Izraela je Pán, a nie pozemské majetky, preto teraz, keď vo vojne prišiel o ne, ba stratil aj zasľúbenú zem, nemá čo zúfať, lebo Pán, opravdivý jeho údel, mu zostal.

Nar 3,31 - Na konci verša dozaista niečo vypadlo, lebo verš je prikrátky.

Nar 3,47 - Porov. Jer 48,43; Iz 24,17.

Nar 3,53 - Pozri Jer 38,1-13.

Nar 3,54 - "Vody mi zakrývali hlavu" je len zvýraznenie toho, že bol hlboko ponorený do utrpenia a že bol blízko smrti.

Nar 3,63 - Treba rozumieť "posmešnou pesničkou".