výhody registrácie

Kniha proroka Jeremiáša

Biblia - Sväté písmo

(GRM - Grécky - Moderný)

Jer 13, 1-27

1 Ουτως ειπε Κυριος προς εμε· Υπαγε και αποκτησον εις σεαυτον ζωνην λινην και περιβαλε αυτην επι την οσφυν σου και εις υδωρ μη βαλης αυτην. 2 Απεκτησα λοιπον την ζωνην κατα τον λογον του Κυριου και περιεβαλον επι την οσφυν μου. 3 Και εγεινε λογος Κυριου προς εμε εκ δευτερου, λεγων, 4 Λαβε την ζωνην την οποιαν απεκτησας, την επι την οσφυν σου, και σηκωθεις υπαγε εις τον Ευφρατην και κρυψον αυτην εκει εν τη οπη του βραχου. 5 Υπηγα λοιπον και εκρυψα αυτην πλησιον του Ευφρατου, καθως προσεταξεν εις εμε ο Κυριος. 6 Και μετα πολλας ημερας ειπε Κυριος προς εμε, Σηκωθεις υπαγε εις τον Ευφρατην και λαβε εκειθεν την ζωνην, την οποιαν προσεταξα εις σε να κρυψης εκει. 7 Και υπηγα εις τον Ευφρατην και εσκαψα και ελαβον την ζωνην εκ του τοπου οπου εκρυψα αυτην· και ιδου, η ζωνη ητο εφθαρμενη, δεν ητο χρησιμος εις ουδεν. 8 Τοτε εγεινε λογος Κυριου προς εμε, λεγων, 9 Ουτω λεγει Κυριος· κατα τουτον τον τροπον θελω φθειρει την υπερηφανιαν του Ιουδα και την μεγαλην υπερηφανιαν της Ιερουσαλημ. 10 Ο κακος ουτος λαος, οιτινες αρνουνται το να υπακουωσιν εις τους λογους μου, και περιπατουσιν εν ταις ορεξεσι της καρδιας αυτων και υπαγουσιν οπισω αλλων θεων, δια να λατρευωσιν αυτους και να προσκυνωσιν αυτους, θελει εισθαι εξαπαντος ως η ζωνη αυτη, ητις δεν ειναι χρησιμος εις ουδεν. 11 Διοτι καθως η ζωνη κολλαται εις την οσφυν του ανθρωπου, ουτως εκολλησα εις εμαυτον παντα τον οικον Ισραηλ και παντα τον οικον Ιουδα, λεγει Κυριος· δια να ηναι εις εμε λαος και ονομα και καυχημα και δοξα· αλλα δεν υπηκουσαν. 12 Δια τουτο θελεις λαλησει προς αυτους τον λογον τουτον· Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος του Ισραηλ· πας ασκος θελει γεμισθη οινου· και αυτοι θελουσιν ειπει προς σε, Μηπως τωοντι δεν γνωριζομεν οτι πας ασκος θελει γεμισθη οινου; 13 Τοτε θελεις ειπει προς αυτους, Ουτω λεγει Κυριος· Ιδου, θελω γεμισει παντας τους κατοικους της γης ταυτης και τους βασιλεις τους καθημενους επι τον θρονον του Δαβιδ και τους ιερεις και τους προφητας και παντας τους κατοικους της Ιερουσαλημ, απο μεθυσμου. 14 Και θελω συντριψει αυτους μετ' αλληλων, και τους πατερας και τους υιους ομου, λεγει Κυριος· δεν θελω σπλαγχνισθη ουδε φεισθη ουδε ελεησει, αλλα θελω εξολοθρευσει αυτους. 15 Ακουσατε και ακροασθητε· μη επαιρεσθε· διοτι ο Κυριος ελαλησε. 16 Δοτε δοξαν εις Κυριον τον Θεον υμων, πριν φερη σκοτος και πριν οι ποδες σας προσκοψωσιν επι τα σκοτεινα ορη, και ενω προσμενετε φως, μετατρεψη αυτο εις σκιαν θανατου και καταστηση αυτο πυκνον σκοτος. 17 Αλλ' εαν δεν ακουσητε τουτο, η ψυχη μου θελει κλαυσει κρυφιως δια την υπερηφανιαν υμων, και ο οφθαλμος μου θελει κλαυσει πικρα και καταρρευσει δακρυα, διοτι το ποιμνιον του Κυριου φερεται εις αιχμαλωσιαν. 18 Ειπατε προς τον βασιλεα και προς την βασιλισσαν, Ταπεινωθητε, καθησατε· διοτι θελει καταβιβασθη απο των κεφαλων υμων ο στεφανος της δοξης υμων. 19 Αι πολεις του νοτου θελουσι κλεισθη και δεν θελει εισθαι ο ανοιγων· ο Ιουδας απας θελει φερθη εις αιχμαλωσιαν, ολοκληρως θελει φερθη αιχμαλωτος. 20 Υψωσατε τους οφθαλμους υμων και θεωρησατε τους ερχομενους απο βορρα· που ειναι το ποιμνιον το δοθεν εις σε, τα ωραια σου προβατα; 21 Τι θελεις ειπει, οταν σε επισκεφθη; διοτι συ εδιδαξας αυτους να αρχωσιν επι σου ως ηγεμονες· δεν θελουσι σε συλλαβει πονοι, ως γυναικα τικτουσαν; 22 Και εαν ειπης εν τη καρδια σου, Δια τι συνεβησαν εις εμε ταυτα; δια το πληθος της ανομιας σου εσηκωθησαν τα κρασπεδα σου και εγυμνωθησαν αι πτερναι σου. 23 Δυναται ο Αιθιοψ να αλλαξη το δερμα αυτου η η παρδαλις τα ποικιλματα αυτης; τοτε δυνασθε και σεις να καμητε καλον, οι μαθοντες το κακον. 24 Δια τουτο θελω σκορπισει αυτους ως αχυρον φερομενον υπο ανεμου της ερημου. 25 Ουτος ειναι παρ' εμου ο κληρος σου, το μεριδιον το μεμετρημενον εις σε, λεγει Κυριος· διοτι με ελησμονησας και ηλπισας επι το ψευδος. 26 Δια τουτο και εγω θελω σηκωσει τα κρασπεδα σου επι το προσωπον σου, και θελει φανη η αισχυνη σου. 27 Ειδον τας μοιχειας σου και τους χρεμετισμους σου, την αισχροτητα της πορνειας σου, τα βδελυγματα σου επι τους λοφους, επι τας πεδιαδας. Ουαι εις σε, Ιερουσαλημ δεν θελεις καθαρισθη; μετα, ποτε ετι;

Jer 13, 1-27





Verš 16
Δοτε δοξαν εις Κυριον τον Θεον υμων, πριν φερη σκοτος και πριν οι ποδες σας προσκοψωσιν επι τα σκοτεινα ορη, και ενω προσμενετε φως, μετατρεψη αυτο εις σκιαν θανατου και καταστηση αυτο πυκνον σκοτος.
Iz 59:9 - Δια τουτο η κρισις ειναι μακραν αφ' ημων και η δικαιοσυνη δεν μας φθανει· προσμενομεν φως και ιδου, σκοτος· λαμψιν, και περιπατουμεν εν ζοφω.
Ž 44:19 - Αν και συνετριψας ημας εν τω τοπω των δρακοντων και περιεκαλυψας ημας δια της σκιας του θανατου.

Verš 17
Αλλ' εαν δεν ακουσητε τουτο, η ψυχη μου θελει κλαυσει κρυφιως δια την υπερηφανιαν υμων, και ο οφθαλμος μου θελει κλαυσει πικρα και καταρρευσει δακρυα, διοτι το ποιμνιον του Κυριου φερεται εις αιχμαλωσιαν.
Nár 1:2 - Ακαταπαυστως κλαιει την νυκτα και τα δακρυα αυτης καταρρεουσιν επι τας σιαγονας αυτης· εκ παντων των αγαπωντων αυτην δεν υπαρχει ο παρηγορων αυτην· παντες οι φιλοι αυτης εφερθησαν προς αυτην απιστως· εχθροι εγειναν εις αυτην.
Nár 1:16 - Δια ταυτα εγω θρηνω· οι οφθαλμοι μου, οι οφθαλμοι μου καταρρεουσιν υδατα· διοτι απεμακρυνθη απ' εμου ο παρηγορητης ο αναζωοποιων την ψυχην μου· οι υιοι μου ηφανισθησαν, διοτι υπερισχυσεν ο εχθρος.

Verš 21
Τι θελεις ειπει, οταν σε επισκεφθη; διοτι συ εδιδαξας αυτους να αρχωσιν επι σου ως ηγεμονες· δεν θελουσι σε συλλαβει πονοι, ως γυναικα τικτουσαν;
Jer 6:24 - Ηκουσαμεν την φημην αυτων· αι χειρες ημων παρελυθησαν· στενοχωρια κατελαβεν ημας, ωδινες ως τικτουσης.

Verš 22
Και εαν ειπης εν τη καρδια σου, Δια τι συνεβησαν εις εμε ταυτα; δια το πληθος της ανομιας σου εσηκωθησαν τα κρασπεδα σου και εγυμνωθησαν αι πτερναι σου.
Jer 5:19 - Και οταν ειπητε, Δια τι εκαμε Κυριος ο Θεος ημων παντα ταυτα εις ημας; τοτε θελεις ειπει προς αυτους, Καθως με εγκατελιπετε και εδουλευσατε θεους ξενους εν τη γη υμων, ουτω θελετε δουλευσει ξενους εν γη ουχι υμων.
Jer 16:10 - Και οταν αναγγειλης προς τον λαον τουτον παντας τουτους τους λογους, και ειπωσι προς σε, Δια τι ο Κυριος επροφερεν απαν τουτο το μεγα κακον εναντιον ημων; και τις η ανομια ημων; και τις η αμαρτια ημων, την οποιαν ημαρτησαμεν εις Κυριον τον Θεον ημων;
Iz 47:2 - Πιασον τον χειρομυλον και αλεθε αλευρον· εκκαλυψον τους πλοκαμους σου, γυμνωσον τους ποδας, εκκαλυψον τας κνημας, περασον τους ποταμους.

Jer 13,1 - O symbolických úkonoch pozri tu celkový úvod ku všetkým prorockým spisom.

Jer 13,6 - K mezopotámskemu Eufratu prorok sotva cestoval, a to dva razy. Táto rieka je asi na 1000 km od Palestíny. Môže byť reč azda o riečke severovýchodne od Jeruzalema, blízko Anatotu, ktorá sa dnes volá Wádi-Fárá. – Ale je pravdepodobnejšie, že Jeremiáš nekonal tento náznakový úkon v skutočnosti, len vo videní.

Jer 13,11 - Zmysel symbolického úkonu je teda jasný: národ bude hynúť pri rieke Eufrat, v babylonskom zajatí.

Jer 13,12 - Porov. 25,15.

Jer 13,18 - Kráľ, ktorý sa tu spomína, je bezpochyby Joachin (pozri úvod k Jeremiášovi). Kráľovná, o ktorej prorok hovorí, je kráľova matka. Matka kráľova hrávala na kráľovskom dvore u Izraelitov dôležitejšiu úlohu než kráľove manželky; porov. 1 Kr 2,19; 15,13.

Jer 13,19 - I najjužnejšie júdske mestá dostali sa do rúk nepriateľa, hoci tie mohli byť najbezpečnejšie, veď nepriateľ prichádzal vždy od severu. Tu je reč o deportácii r. 597 pr. Kr. (Pozri úvod k tomuto prorokovi.)

Jer 13,22 - Jeruzalem prirovnáva sa k neviestke.

Jer 13,23 - Izraelitom sa hriech stal už prirodzenosťou ako farba kože u Etiópca alebo leoparda.

Jer 13,26 - Pokračuje sa v prirovnávaní k nehanebnej žene. Vyhľadávala hanbu, nuž bude ju mať.

Jer 13,27 - Národ sa hnal za chlipnosťou ako nerozumné zviera. Na kopcoch hoveli Izraeliti modloslužbe, ktorú prorok volá cudzoložstvom.